Κόσμος

Finacial Times: Μπορεί η Ινδία να δημιουργήσει έναν αρκετά ισχυρό στρατό για να αποτρέψει την Κίνα;

Μέχρι την άνοιξη του 2020, η Κίνα και η Ινδία λάμβαναν περίπλοκα μέτρα προφύλαξης για να αποφύγουν εντάσεις κατά μήκος των κοινών βόρειων συνόρων όπου είχαν πολεμήσει σχεδόν έξι δεκαετίες νωρίτερα.

Μέχρι την άνοιξη του 2020, η Κίνα και η Ινδία λάμβαναν περίπλοκα μέτρα προφύλαξης για να αποφύγουν εντάσεις κατά μήκος των κοινών βόρειων συνόρων όπου είχαν πολεμήσει σχεδόν έξι δεκαετίες νωρίτερα.

Οι στρατιώτες κατά μήκος της Γραμμής Πραγματικού Ελέγχου, όπως η Ινδία και η Κίνα αποκαλούν τα αμφισβητούμενα σύνορα μεταξύ της ινδικής επαρχίας Λαντάκ και των περιοχών του Θιβέτ και του Σιντζιάνγκ της Κίνας, συνήθως περιπολούν άοπλοι, αφήνοντας μερικές φορές πακέτα τσιγάρων ή άλλα σκουπίδια με ενδείξεις της γραφής τους στην ουδέτερη ζώνη για να σηματοδοτήσουν στην άλλη πλευρά ότι ήταν εκεί.

Όταν οι περίπολοι των Ινδικών Ενόπλων Δυνάμεων  συναντούνταν με τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό, ξεδίπλωναν σημαίες για να προειδοποιήσουν την άλλη πλευρά ότι είχαν καταπατήσει την εθνική τους επικράτεια, διατάζοντας τους να υποχωρήσουν.

Οι δύο χώρες ήρθαν σε ανοιχτή σύγκρουση το 1962

Αλλά τον Απρίλιο και τον Μάιο του 2020, τα κινεζικά στρατεύματα παραβίασαν αυτό το status quo όταν απέκοψαν μερικές από τις παραδοσιακές διαδρομές περιπολίας των Ινδών στο ανατολικό Λαντάκ. Σύντομα τα επεισόδια κλιμακώθηκαν από φωνές και γροθιές σε εκατέρωθεν επιθέσεις στρατιωτών με ρόπαλα και πέτρες. Στο τέλος των συγκρούσεων, 20 Ινδοί στρατιώτες και τέσσερις Κινέζοι στρατιώτες κείτονταν νεκροί.

Οι συγκρούσεις εξακολουθούν να αντηχούν στο Νέο Δελχί και οι αναλυτές λένε ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί μελλοντική σύγκρουση μεταξύ των δύο πολυπληθέστερων χωρών του κόσμου. Την Παρασκευή, οι δύο πλευρές είχαν «αντιπαράθεση» στα βορειοανατολικά σύνορα με αποτέλεσμα ελαφρούς τραυματισμούς, σύμφωνα με άτομο που γνωρίζει το περιστατικό – το πρώτο μετά τη σύγκρουση που έλαβε χώρα πριν δύο χρόνια.

Το περιστατικό του 2020 στην κοιλάδα Γκαλβάν λειτούργησε ως αφύπνιση για το στρατιωτικό και πολιτικό κατεστημένο της Ινδίας σχετικά με τον κίνδυνο μελλοντικής, ευρύτερης αντιπαράθεσης με την Κίνα και τις καλά εξοπλισμένες ένοπλες δυνάμεις της — και την ανάγκη αυτή να αντιμετωπιστεί. Η Ινδία απαγόρευσε επίσης δεκάδες κινεζικές εφαρμογές για κινητά, μέρος προσπάθειας να ενισχύσει την άμυνά της σε σύρραξη που η κυβέρνηση του Ναρέντρα Μόντι πιστεύει ότι διεξάγεται και στο τεχνολογικό μέτωπο.

«Ήταν σοκ για την ινδική πλευρά», λέει ο Ντιπέντρα Χούντα, διοικητής της Βόρειας Διοίκησης του Ινδικού Στρατού το 2014-16, σημειώνοντας ότι οι τελευταίες θανατηφόρες συγκρούσεις στη συνοριακή περιοχή ήταν το 1975. «Υπήρξε σίγουρα επανεξέταση — όχι μόνο επανεξέταση, αλλά και αναδιάταξη των δυνάμεων, με προτεραιότητα στο βόρειο μέτωπο».

Μετά τις συγκρούσεις στο Γκαλβάν, η Ινδία μετακίνησε έξι μεραρχίες του στρατού της στο βόρειο Λαντάκ, από το βόρειο μέτωπό της κατά μήκος των συνόρων με τον παραδοσιακό εχθρό της το Πακιστάν.

Ο Μπιπίν Ραουάτ, τότε αρχηγός του επιτελείου της Ινδίας, περιέγραψε πέρυσι την Κίνα ως τη μεγαλύτερη απειλή για την ασφάλεια της Ινδίας και είπε ότι οι Κινέζοι «έχτιζαν χωριά, σε όλο το μήκος της Γραμμής Πραγματικού Ελέγχου, πιθανώς για να στεγάσουν πολίτες τους ή για τον στρατό στο μέλλον».

Η υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Αναλένα Μπίρμποκ, σε επίσκεψη στο Δελχί την περασμένη εβδομάδα, ανέφερε ότι το γεγονός ότι η Κίνα «ενισχύει τη στρατιωτική της υποδομή. . . κατά μήκος των συνόρων με την Ινδία» είναι μεταξύ των ανησυχιών του Βερολίνου, υποδηλώνοντας είτε ότι είχε το θέμα κατά νου, είτε ότι οι οικοδεσπότες της την είχαν ενημερώσει σχετικά.

H Αναλένα Μπίρμποκ αναφέρθηκε στην Κίνα κατά την επίσκςεψη της στο Δελχί

«Μετά το Γκαλβάν, το ινδικό κοινό και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής, μετά από δεκαετίες κατάλαβαν ότι η Κίνα ήταν σαφής και παρούσα πρόκληση», τονίζει ο Ντρουβά Τζαϊσανκάρr, εκτελεστικός διευθυντής της δεξαμενής σκέψης Observer Research Foundation America. «Υπήρχε ευρύτερη συνειδητοποίηση ότι δεν μπορούσε να διαχειριστεί η στρατιωτική δύναμη της Κίνας μόνο με διπλωματικές συμφωνίες και θα απαιτούσε από την Ινδία να λάβει τα δικά της στρατιωτικά και οικονομικά μέτρα».

Οι αμυντικές δαπάνες της Ινδίας είχαν ήδη αυξηθεί κατά 50% μέσα σε μια δεκαετία, σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI), από 49,6 δισ. δολάρια το 2011 σε 76,6 δισ. δολάρια πέρυσι.

Την ίδια περίοδο, ξεπέρασε τη Ρωσία και το Ηνωμένο Βασίλειο για να γίνει η τρίτη μεγαλύτερη χώρα παγκοσμίως από απόψεως στρατιωτικών δαπανών στον κόσμο – αν και πολύ πίσω από τις ΗΠΑ και την Κίνα, που ξόδεψαν σχεδόν τέσσερις φορές περισσότερα από η Ινδία. Οι δαπάνες εξακολουθούν να αυξάνονται. Στον προϋπολογισμό της κυβέρνησης τον Φεβρουάριο, οι αμυντικές δαπάνες ήταν αυξημένες σχεδόν κατά 10%.

Οι προτεραιότητες του Νέου Δελχί ήταν ο εκσυγχρονισμός του στρατού, αλλά και η διασφάλιση της βιώσιμης στρατιωτικής βιομηχανικής ικανότητας – μέρος της ευρύτερης εκστρατείας «Make in India» που αποσκοπεί στην ανάπτυξη της τοπικής παραγωγής. Αναλυτές λένε ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία τόνισε άλλη μια βασική ευπάθεια: τη συνεχιζόμενη εξάρτηση της Ινδίας από ρωσικά όπλα και πυρομαχικά.

Η Ινδία έχει εμπλουτίσει τη ποικιλία των προμηθειών της, αγοράζοντας και από άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας και του Ισραήλ. Μόνο μήνες μετά το Γκαλβάν, η Ινδία υπέγραψε νέα αμυντική συμφωνία με τις ΗΠΑ. Ταυτόχρονα, προωθεί προσπάθεια «εγχωριοποίησης» με σκοπό την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγικής της ικανότητας.

Ωστόσο, ορισμένοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι η Ινδία εξακολουθεί να μην κάνει ή να μην ξοδεύει αρκετά για να προετοιμαστεί για πιθανή αντιπαράθεση με την Κίνα. Συγκεκριμένα, ορισμένοι παρατηρητές προειδοποιούν ότι ο πρωθυπουργός Μόντι πρέπει να επιλέξει εάν ο εκσυγχρονισμός των ινδικών Ενόπλων Δυνάμεων ή η εγχωριοποίηση του στρατιωτικού υλικού θα πρέπει να είναι η προτεραιότητα. Αναφέρουν δε ότι η προσπάθεια να κάνει και τα δύο ταυτόχρονα κινδυνεύει να την αφήσει εκτεθειμένη στον πολύ ισχυρότερο στρατό της Κίνας.

«Με την αναδιάταξη των δυνάμεών της, η Ινδία μπόρεσε να αποφύγει οποιαδήποτε περαιτέρω αμηχανία ή απώλεια εδάφους», λέει ο Σουσάντ Σινχ, ανώτερος συνεργάτης στο Κέντρο Πολιτικής Έρευνας στο Νέο Δελχί. «Αλλά η Ινδία δεν έχει κάνει τίποτα σημαντικό για να ενισχύσει τη στρατιωτική της δύναμη».

Εγχώρια οπλικά συστήματα

Η προσπάθεια της Ινδίας να οικοδομήσει εγχώρια στρατιωτική βιομηχανία πρωτοάρχισε πριν από δεκαετίες, στα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας της, όταν άρχισε να χρησιμοποιεί ξένη τεχνολογία για να αναπτύξει τοπικά κατασκευαζόμενα όπλα, συμπεριλαμβανομένου ενός μαχητικού αεροσκάφους και ενός τυφεκίου εφόδου.

Αλλά μόνο οι εταιρείες του δημόσιου τομέα επιτρεπόταν να εισέλθουν στις αμυντικές δραστηριότητες και η εγχωριοποίηση σταμάτησε, αφήνοντας την Ινδία ως έναν από τους κορυφαίους εισαγωγείς στρατιωτικού εξοπλισμού στον κόσμο.

Η ανάγκη να επιταχυνθεί η εγχωριοποίηση έγινε οξύτερη μετά τις συγκρούσεις στο Γκαλβάν το 2020. Για να γαλβανίσει την αμυντική της παραγωγή, τον Αύγουστο του 2020 η Ινδία άρχισε να θεσπίζει κλιμακωτά απαγορεύσεις εισαγωγών σε εκατοντάδες εξαρτήματα στρατιωτικού υλικού, που τώρα κυμαίνονται από ελατήρια μέχρι εξοπλισμό επιτήρησης και περιπολικά σκάφη. Ορισμένες από τις απαγορεύσεις έχουν τεθεί σε ισχύ σχεδόν αμέσως και άλλες θα μπουν σε ισχύ μέχρι το 2032.

«Υπάρχει η ιδέα στο Νέο Δελχί ότι η εξάρτηση από άλλες δυνάμεις δεν συμβάλλει στη στρατηγική αυτονομία», λέει ο Ανίτ Μούκερτζι, ε.α. ταγματάρχης του Ινδικού Στρατού και αναπληρωτής καθηγητής στη Σχολή Διεθνών Σπουδών S Rajaratnam της Σιγκαπούρης. «Πρέπει να βεβαιωθούμε ότι έχουμε τις δικές μας δυνατότητες γιατί δεν είναι μόνο οι Ρώσοι: οποιαδήποτε άλλη χώρα προμηθεύει όπλα στην Ινδία μπορεί να εμποδίσει τις επιλογές μας στην εξωτερική πολιτική».

Ωστόσο, η διαδικασία απομάκρυνσης από τις ρωσικές προμήθειες όπλων ήταν αργή, δεδομένου ότι τα ρωσικά πυρομαχικά είναι ως επί το πλείστον φθηνότερα από εναλλακτικά δυτικά και επειδή η Ινδία χρειάζεται να διατηρήσει παλαιά συστήματα και όπλα που χρονολογούνται από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης.

Με τον καιρό μπορεί να αντικατασταθούν από συστήματα εγχώριας παραγωγής, σε συμμόρφωση με την κεστρατεία “Make in India” για την εγχώρια παραγωγή οπλισμού από στρατηγικές βιομηχανίες. Αλλά ούτε αυτό θα γίνει γρήγορα. «Η εκστρατεία Make in India ενέχει κάποιο κίνδυνο», αναφέρει δυτικός διπλωμάτης. «Μπορείτε να προσπαθήσετε να γυρίσετε τον διακόπτη και να πείτε ότι όλα πρέπει να κατασκευάζονται στην Ινδία, και να το κάνετε αρκετά γρήγορα χωρίς να μείνετε πίσω;»

Και κάπου εδώ εμφανίζονται ινδικοί όμιλοι ετερογενών δραστηριοτήτων που ανήκουν σε δισεκατομμυριούχους, οι οποίοι έχουν αρχίσει να κινούνται προς τον τομέα της άμυνας, μαζί με εταιρείες του δημόσιου τομέα όπως η Hindustan Aeronautics Ltd (HAL), που κατασκευάζει το ελαφρύ μαχητικό αεροσκάφος Tejas και η ρωσο-ινδική κοινοπραξία BrahMos, η οποία κατασκευάζει υπερηχητικούς πυραύλους κρουζ.

Το 2015, ο Γκαουτάμ Αντανί, ο πλουσιότερος άνθρωπος της Ινδίας, ίδρυσε επιχείρηση που δραστηριοποιείται στους χώρους της αμυντικής και αεροδιαστημικής τεχνολογίας. Τώρα συνεργάζεται με την Elbit του Ισραήλ για την κατασκευή μη επανδρωμένων αεροσκαφών. Ο Adani συνεργάζεται επίσης με την Israel Weapons Industries, γνωστή για την ανάπτυξη του αυτόματου Uzi, για την παραγωγή πολυβόλων και τυφεκίων στην Ινδία.

Το τμήμα αεροδιαστημικής και άμυνας της Tata Sons έχει μακροχρόνιες κοινοπραξίες με τη Lockheed Martin και την Boeing, για τις οποίες κατασκευάζει τμήματα αεροσκαφών. Αλλά πρόσφατα άρχισε να σχεδιάζει και να κατασκευάζει δικά της αεροσκάφη και όπλα, συμπεριλαμβανομένων drones και ενός πυροβόλου.

«Ειλικρινά, χτίσαμε την επιχείρηση χωρίς να έχουμε παραγγελίες και σε πολλές περιπτώσεις χωρίς κρατική χρηματοδότηση», λέει ο διευθύνων σύμβουλος της Tata Advanced Systems, Σουκαράν Σινχ, σχετικά με την ανάπτυξη στρατιωτικής τεχνολογίας.

Η ικανότητα της Ινδίας να κατασκευάζει εγχώρια αμυντικά συστήματα εκτείνεται πλέον σε ελαφρά ελικόπτερα μάχης, μαχητικά αεροσκάφη, τανκς και ρουκέτες. Τον Σεπτέμβριο, ο Μόντι, σε τελετή καθέλκυσης του πρώτου αεροπλανοφόρου της Ινδίας, INS Vikrant, στο νότιο λιμάνι του Κότσι, το χαιρέτισε ως «σύμβολο εγχώριου δυναμικού», με τα τρία τέταρτά του να κατασκευάζονται από την ινδική βιομηχανία, σύμφωνα με το ναυτικό.

Ωστόσο, κάποια ελικόπτερα εγχώριας παραγωγής έχουν συντριβεί κατά τη διάρκεια εκπαιδευτικών πτήσεων, με πέντε ανθρώπους να χάνουν τη ζωή τους στο τελευταίο δυστύχημα τον Οκτώβριο. Οι αποτυχίες υπογράμμισαν τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ινδία καθώς προσπαθεί να οικοδομήσει πιο μάχιμο στρατό.

Το κόστος του πολέμου

Οι δημοσιονομικοί περιορισμοί δεν βοηθούν. Πάνω από τα δύο τρίτα του στρατιωτικού προϋπολογισμού πηγαίνουν σε μισθούς, συντάξεις και πάγια για το προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων, με λιγότερο από το ένα τρίτο να προορίζεται για κεφαλαιουχικές δαπάνες για στρατιωτικά συστήματα και εξοπλισμό.

Σε μια προσπάθεια να αναθεωρήσει τη δομή του κόστους του, ο στρατός της Ινδίας εισήγαγε τον Ιούνιο το πρόγραμμα Agnipath (“Δρόμος της Φωτιάς”), βάσει του οποίου οι επαγγελματίες στρατιώτες προσλαμβάνονται με βραχυπρόθεσμες συμβάσεις, αλλά μετά το τέταρτο έτος προσφέρεται μόνο στο 25 τοις εκατό των προσληφθέντων μόνιμη σταδιοδρομία στις ένοπλες δυνάμεις.

Το σχέδιο αποδείχτηκε μη δημοφιλές, προκαλώντας διαμαρτυρίες σε αρκετές ινδικές πολιτείες και εξόργισε το γειτονικό Νεπάλ, από το οποίο στρατολογούν Gurkhas οι ινδικές Ένοπλες Δυνάμεις βάσει συμφωνίας που χρονολογείται από τις ημέρες της βρετανικής αποικιοκρατίας.

Ακόμη και με πιο επιθετική Κίνα, είναι δύσκολο να περάσει το επιχείρημα να δαπανώνται περισσότερα για την άμυνα, ιδιαίτερα από τον Μόντι.

Για την εθνικιστική κυβέρνηση Μόντι, η επιλογή μεταξύ όπλων και βουτύρου είναι ιδιαίτερα προκλητική, καθώς από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά του το 2014, η οικονομική ανάπτυξη και η ανάκαμψη των φτωχών της Ινδίας είναι κεντρικό σημείο της υπόσχεσης του κόμματός του Bharatiya Janata στους ψηφοφόρους και της νομιμοποίησης του στα μάτια τους, Ο Ινδός ηγέτης το 2016 πραγματοποίησε «χειρουργικά πλήγματα» στο Πακιστάν μετά από θανατηφόρα επίθεση εναντίον Ινδών στρατιωτών, η οποία έκτοτε χρησιμοποιείται από το BJP ως απόδειξη της σκληρής του στάσης σε θέματα ασφαλείας.

Ωστόσο, η Κίνα είναι πολύ ισχυρότερος αντίπαλος που οι Ινδοί αναγνωρίζουν ότι θα δυσκολευτούν να ξεπεράσουν σε δαπάνες, πόσο δε μάλλον να τον νικήσουν στο πεδίο της μάχης. Είναι περίπλοκη εξίσωση, λένε οι αναλυτές, καθώς μόνο με την επίτευξη σταθερά ταχύτερης οικονομικής ανάπτυξης από την Κίνα —όπως πετυχαίνει σήμερα η Ινδία— μπορεί να αντέξει οικονομικά να δαπανήσει περισσότερα για την άμυνα.

«Τόσο στις στρατιωτικούς όσο και στις πολιτικούς χώρους της Ινδίας, όλα τα βλέματα είναι στραμμένα την Ουκρανία», λέει ο αμυντικός αναλυτής Ανγκάντ Σίνχ. «Βλέπουν το κόστος του πολέμου και συνειδητοποιούν, «Δεν μπορούμε να το αντέξουμε οικονομικά».

Ο κίνδυνος κλιμάκωσης

Για το Νέο Δελχί, ο στόχος τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα είναι να αποφευχθεί αντιπαράθεση που θα αποκαλύψει το χάσμα στις δυνατότητες μεταξύ Κίνας και Ινδίας.

«Ο Μόντι δεν θέλει να μπει σε σύγκρουση με τον Σι, και αν υπάρχει μπαλαντέρ που μπορεί να αναστατώσει την κυβέρνησή του και να μειώσει σημαντικά το κύρος του, είναι ο Κινέζος», λέει ο Μανότζ Τζόσι, διακεκριμένος συνεργάτης στο Ίδρυμα Ερευνών Observer και συγγραφέας ενός βιβλίου για τη διαμάχη των συνόρων Ινδίας-Κίνας. «Είναι πολύ προσεκτικοί με τους Κινέζους».

Ωστόσο, ορισμένοι αναλυτές πιστεύουν ότι είναι πιθανές νέες συγκρούσεις με την Κίνα, και όχι μόνο στο Λαντάκ. Οι αναλυτές πιστεύουν ότι ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος στην μακρινή βορειοανατολική πολιτεία Αρουναχάλ Πραντές, όπου συνέβη το περιστατικό στις αρχές Δεκεμβρίου. Τα στρατεύματα της Ινδίας είναι πιο αραιά διασκορπισμένα εκεί και οι υποδομές της λιγότερο ανεπτυγμένες, ενώ η Κίνα θεωρεί την πολιτεία μέρος του Θιβέτ και την διεκδικεί ως έδαφός της.

Η απειλή δεν περιορίζεται στα σύνορα. Δορυφορικές φωτογραφίες δείχνουν πλοία του κινεζικού ναυτικού ελλιμενισμένα στο λιμάνι που έχτισε το Πεκίνο στο Τζιμπουτί, περίπου 2.000 ναυτικά μίλια από τη Βομβάη, υποδηλώνοντας ότι στο μέλλον η Κίνα θα μπορούσε να προβάλει τη δύναμή της και στον Ινδικό Ωκεανό.

Το μέγεθος του ναυτικού της Ινδίας είναι μόνο ένα κλάσμα του μεγέθους του ναυτικού της Κίνας και χρειάζεται επιτακτικά επενδύσεις. Η Ινδία έχει δύο αεροπλανοφόρα. Το πρώτο, το σοβιετικής κατασκευής INS Vikramaditya, βρίσκεται υπό συντήρηση. Το δεύτερο, το INS Vikrant, δεν είναι ακόμη έτοιμο να δεχτεί αεροσκάφη του πολεμικού ναυτικού και οι πιλότοι προς το παρόν πραγματοποιούν δοκιμαστικές πτήσεις από βάση στη Γκόα.

Υπογραμμίζοντας τον παρατεταμένο κίνδυνο σύγκρουσης, το Πεκίνο αυτό το μήνα αντιτάχθηκε στις φετινές κοινές στρατιωτικές ασκήσεις Ινδίας-ΗΠΑ στη βόρεια πολιτεία Ουταραχάντ, περίπου 100 χιλιόμετρα από τα κινεζικά σύνορα.

Η κυβέρνηση της Ινδίας απάντησε ότι «ασκείται με όποιον επιλέξει» και δεν θα έδινε δικαίωμα βέτο σε τρίτες χώρες για το θέμα. Αμερικανός αξιωματούχος είπε, αναφερόμενος στις αντιρρήσεις της Κίνας, ότι «δεν είναι δική τους δουλειά».

Η Ινδία θα ελπίζει ότι η διένεξη με τη γείτονά της δεν θα γίνει πιο επιθετική τους επόμενους μήνες, καθώς οι αναλυτές λένε ότι η θεμελιώδης ανισορροπία στη στρατιωτική ισχύ μεταξύ των δύο παραμένει αμετάβλητη.

«Οι Κινέζοι βλέπουν τις ΗΠΑ ως ισότιμο αντίπαλο τους», λέει ο Τζόσι. «Αυτό είναι πρόβλημα για την Ινδία, καθώς οι κινεζικές προσπάθειες και οι πόροι που αναπτύσσονται για να αντιμετωπίσουν τις ΗΠΑ θα τους δώσουν μια ώθηση ικανοτήτων στην οποία η Ινδία δεν μπορεί καν να ελπίζει ότι θα ανταποκριθεί».

Πηγή: financial times/ot.gr

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο