Κόσμος

Ευρωπαϊκή θεσμική εγρήγορση και κρίση εμπιστοσύνης

Η δήλωση της προέδρου του Ευρωκοινοβουλίου είναι δηλωτική ενός πνεύματος δημοκρατικής κινητοποίησης

Τα στατιστικά στοιχεία, που δημοσιεύει από χθες το Ευρωβαρόμετρο για την περίοδο από τον Μάρτιο έως τον περασμένο Απρίλιο, αποτυπώνουν σοβιετικού τύπου ποσοστά ως προς το μέγεθος της διαφθοράς σε μια δέσμη από ευρωπαϊκές χώρες, από την Γαλλία ως την Ισπανία και από την Ιταλία ως την Ουγγαρία. Τα ποσοστά Ευρωπαίων πολιτών που θεωρούν εκτεταμένη τη διαφθορά, κινούνται από 60 έως 98%. Εξαίρεση αποτελεί η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία, σε αντίθεση όλων των προβλέψεων, λειτουργεί στην πράξη άμεσα και πειστικά στα μάτια των Ευρωπαίων πολιτών, κι αυτό αφορά κυρίως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Πράγματι, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, παρά τις αντιρρήσεις και τους προβληματισμούς που διατυπώνονταν ιδιαίτερα κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, δείχνουν υψηλούς δείκτες αφύπνισης και εγρήγορσης. Τα παραδείγματα από τη δράση της προέδρου του Ευρωκοινοβουλίου αφθονούν στον ελληνικό Τύπο.

Η δήλωση της προέδρου του Ευρωκοινοβουλίου είναι δηλωτική ενός πνεύματος δημοκρατικής κινητοποίησης. Ενδεικτικά, η πρόεδρος της Ευρωβουλής παρενέβη, εν μέσω κρίσης, προαναγγέλλοντας πρόσθετες μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να θωρακίσουν ακόμη περισσότερο το κύρος του θεσμού. Στα μέτρα αυτά, συμπεριλαμβάνονται   επανεξέταση της συμμόρφωσης με τον κοινοτικό κώδικα δεοντολογίας και ενδελεχής αναθεώρηση των σχέσεων του Ευρωκοινοβουλίου με τρίτες χώρες.

Αυτά δεν επιτεύχθηκαν τυχαία. Η Ευρώπη κινήθηκε επιδέξια και μεθοδικά,  κάθε φορά που ετίθετο ζήτημα διαφθοράς και συναφώς, ζήτημα δημοκρατικής λειτουργίας. Η ικανοποίηση, που εκδηλώνεται μεταξύ των Ευρωπαίων για τις καίριες δράσεις και πρωτοβουλίες του Ευρωκοινοβουλίου, δεν προκύπτει απλά και μόνο από τις δημοκρατικές πεποιθήσεις ορισμένων αξιωματούχων αφοσιωμένων στην απρόσκοπτη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτικού συστήματος.

Απεναντίας, το Ευρωκοινοβούλιο και – συνολικότερα – η Ένωση κινήθηκε συστηματικά ανάμεσα σε νέες θεσμικές – φεντεραλιστικές προσεγγίσεις και σε «εθνοκεντρικές» πολιτικές. Απέφυγε, με αυτόν τον τρόπο, την άνωθεν βουλησιαρχική οικοδόμηση θεσμών και την καθήλωση σε μικρά και ουσιαστικά αποκομμένα μεταξύ τους εθνικά κράτη. Πέτυχε, σε αξιοπρόσεκτο βαθμό, να αναβαθμίσει το ρόλο του Κοινοβουλίου με συγκεκριμένες θεσμικές αρμοδιότητες σε περιπτώσεις κρίσεων, όπως η τρέχουσα, και, ταυτόχρονα, να καλλιεργεί ευρωπαϊκά ταυτοτικά στοιχεία στους πολίτες. Κατάφερε να αναγάγει το Κοινοβούλιο σε σημαντικό θεσμικό δρώντα στη διαδικασία λήψης απόφασης και, συγχρόνως, να διασφαλίσει την ευρωπαϊκή ταυτότητα, που είναι απαραίτητη για τη βιωσιμότητα της δημοκρατίας σε ευρωενωσιακή κλίμακα με σεβασμό στην ανεξαρτησία των επιμέρους εθνικών οντοτήτων.

Τα αποτελέσματα αυτής της πορείας, αυτής της διαδικασίας ολοκλήρωσης αποτυπώνονται στις αστραπιαίες κινήσεις των κοινοτικών οργάνων και των προσώπων, τα οποία τα ενσαρκώνουν, τη στιγμή που μεμονωμένες, εθνικές έννομες τάξεις αναζητούν να βρουν τρόπους τόνωσης της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους πολιτικούς θεσμούς τους, όπως καταγράφεται και στην πρόσφατη έρευνα του Ευρωβαρόμετρου.