Τον Ιούνιο, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν παραδέχθηκε τελικά μπροστά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: “Αυτό το σύστημα της αγοράς δεν λειτουργεί πλέον. Πρέπει να το μεταρρυθμίσουμε.” Ωστόσο, αφού διεξήγαγε πολυάριθμες συνόδους κορυφής, πειραματιστεί με διάφορες πολιτικές λύσεις, και εξετάσει πολλές επιλογές, η ΕΕ δεν έχει κάνει σχεδόν τίποτα για τη μείωση των τιμών της ενέργειας. Προτάσεις για την επιβολή ανώτατων τιμών φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας υποβλήθηκαν από ορισμένες κυβερνήσεις ήδη από την αρχή της ουκρανικής κρίσης και εφαρμόστηκαν σε χώρες όπως η Πορτογαλία και η Ισπανία, αλλά σε επίπεδο ΕΕ οι πραγματικές αποφάσεις πάντα αναβάλλονταν. Οι ηγέτες της ΕΕ ήταν διχασμένοι, με ορισμένους να φοβούνται ότι οποιαδήποτε κίνηση αλλαγής των κανόνων της αγοράς θα τρομάξει τους ξένους προμηθευτές φυσικού αερίου της Ευρώπης. Οι μεγάλες εταιρείες ορυκτών καυσίμων το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν να εκμεταλλευτούν αυτές τις διαιρέσεις για να αποτρέψουν οποιαδήποτε αποφασιστική πρωτοβουλία.
Αφήστε τα “υπερκέρδη” μας ήσυχα
Καθώς η ΕΕ έσπευσε να αγοράσει όσο το δυνατόν περισσότερο φυσικό αέριο – στο όνομα του επείγοντος – ενώ αρνήθηκε – παρά το επείγον – να παρέμβει με οποιονδήποτε τρόπο στους μηχανισμούς της αγοράς, οι τιμές της ενέργειας άρχισαν να αυξάνονται και τα κέρδη να συσσωρεύονται στις τσέπες των μεγάλων εταιρειών πετρελαίου και φυσικού αερίου. Στα τέλη Ιουλίου, η Shell ανακοίνωσε εξαμηνιαία κέρδη ύψους περίπου 25 δισ. ευρώ, η TotalEnergies 18 δισ. ευρώ, η Eni 7 δισ. ευρώ και η Repsol 3,2 δισ. ευρώ. Συνολικά πάνω από 53,3 δισεκατομμυρίων ευρώ για το πρώτο εξάμηνο του έτους.
Αν και οι φόβοι για ύφεση και το γεγονός ότι οι χώρες της ΕΕ φτάνουν στο μέγιστο της αποθηκευτικής τους ικανότητας για το χειμώνα συνέβαλαν σε βραχυπρόθεσμη χαλάρωση των τιμών του φυσικού αερίου, οι μεγάλες εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου εξακολουθούν να παρουσιάζουν μία αυθάδικη οικονομική ευρωστία. Το τρίτο τρίμηνο του 2022, η Shell ανακοίνωσε πρόσθετα κέρδη ύψους 9,5 δισ. ευρώ και η TotalEnergies 9,9 δισ. ευρώ. Η Repsol ανακοίνωσε κέρδη 1,5 δισ. ευρώ και η Eni 3,7 δισ. ευρώ.
Αναπόφευκτα, οι ανακοινώσεις αυτές αναζωπύρωσαν τις εκκλήσεις για παρέμβαση στις αγορές ενέργειας ή τουλάχιστον για φορολόγηση των εξαιρετικών κερδών της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων. Τα τεράστια κέρδη που ανακοίνωσαν οι πολυεθνικές ενεργειακές εταιρείες ήταν ακόμη πιο απαράδεκτα για την κοινή γνώμη, καθώς οι ίδιες αυτές εταιρείες συχνά επωφελήθηκαν από σημαντική οικονομική στήριξη από τις εθνικές κυβερνήσεις και την ΕΕ κατά τη διάρκεια της πανδημίας του Covid, μέσω έκτακτων πακέτων ενίσχυσης, πακέτων τόνωσης και μαζικών αγορών εταιρικών ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η Shell, η TotalEnergies, η Eni και η Repsol – μεταξύ άλλων εταιρειών ορυκτών καυσίμων – ήταν μεταξύ των εταιρειών που επωφελήθηκαν περισσότερο από τις αγορές αυτές.
Αντιμέτωπες με την κριτική, οι μεγάλες ευρωπαϊκές πετρελαϊκές εταιρείες απάντησαν με τις συνήθεις παρελκυστικές τακτικές: υποστήριξαν ότι οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες έβγαλαν επίσης πολλά χρήματα, όπως και οι εταιρείες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Γιατί, λοιπόν, να ρίχνεται σ’ αυτές μόνο το φταίξιμο; Δεν είναι καλό να βλέπεις τους ευρωπαϊκούς πρωταθλητές να ευημερούν; Οποιαδήποτε προσπάθεια περιορισμού των κερδών αυτών θα έβλαπτε την παγκόσμια “ανταγωνιστικότητά” τους. Προφανώς, οι μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρείες φυσικού αερίου δεν ενδιαφέρονται για τις επιπτώσεις της εκτίναξης των τιμών της ενέργειας στην “ανταγωνιστικότητα” της υπόλοιπης ευρωπαϊκής οικονομίας, με αποτέλεσμα το κλείσιμο εργοστασίων και τις απολύσεις. Το λόμπι FuelsEurope, το οποίο εκπροσωπεί τη βιομηχανία διύλισης, υποστήριξε ότι “προς το συμφέρον της διατήρησης του θεμιτού ανταγωνισμού, τα μέτρα [θα πρέπει να] εφαρμόζονται σε όλους τους προμηθευτές στην αγορά της ΕΕ, όχι μόνο στα διυλιστήρια και στις εταιρείες που εδρεύουν στην ΕΕ”, ενώ η Repsol χαρακτήρισε την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη φορολόγηση “αντιπαραγωγική”.
Ωστόσο, ένα από τα κύρια επιχειρήματά τους για την αποφυγή οποιασδήποτε φορολόγησης των “υπερκερδών” τους – το αποτέλεσμα της τρέλας που επικρατεί στην αγορά ενέργειας – ήταν ότι θα χρειάζονταν όλα αυτά τα χρήματα για να επενδύσουν στην απεξάρτηση της ευρωπαϊκής οικονομίας από τον άνθρακα.
Το επιχείρημα αυτό είναι ειρωνικό από πολλές απόψεις. Πρώτον, οι μεγάλες εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου έχουν μια πολύ συγκεκριμένη ιδέα για το τι σημαίνει “απεξάρτηση από τον άνθρακα” – εν ολίγοις: προβληματικές τεχνολογικές λύσεις όπως η δέσμευση, αξιοποίηση και αποθήκευση άνθρακα (CCUS) ή το λεγόμενο “μπλε υδρογόνο”, που έχουν σχεδιαστεί για να καθυστερήσουν οποιοδήποτε ουσιαστικό τέλος στη χρήση ορυκτών καυσίμων βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα. Επιπλέον, οι ίδιες αυτές μεγάλες επιχειρήσεις απαιτούν ισχυρή δημόσια υποστήριξη για την ανάπτυξή τους. Τα στοιχεία υποδηλώνουν ότι οι μεγάλες εταιρείες δαπανούν στην πραγματικότητα μόνο ένα μικρό ποσοστό των επενδύσεών τους σε πραγματική παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, όπως η αιολική και η ηλιακή ενέργεια. Σύμφωνα με την Client Earth, μεταξύ 2010 και 2018, η Shell δαπάνησε μόλις το 1% των μακροπρόθεσμων επενδύσεών της σε ενεργειακές πηγές “χαμηλών εκπομπών άνθρακα” (στις οποίες περιλαμβάνονται επίσης η CCUS και άλλες ψευδείς λύσεις).
Δεύτερον, οι μεγάλες ευρωπαϊκές πετρελαϊκές εταιρείες έχουν σαφώς επιλέξει να αναδιανείμουν ένα μεγάλο μέρος αυτών των κερδών άμεσα ή έμμεσα στους μετόχους τους. Αφού ανακοίνωσαν τα κέρδη ρεκόρ τους, η Shell, η TotalEnergies και η Eni ανακοίνωσαν συγχρόνως μαζικά προγράμματα μαζικής επαναγοράς μετοχών συνολικού ύψους τουλάχιστον 25 δισεκατομμυρίων ευρώ. Η TotalEnergies ανακοίνωσε επίσης ένα “έκτακτο” μέρισμα ύψους 2,6 δισ. ευρώ, το οποίο θα προστεθεί στο “κανονικό” (και αυξανόμενο) ετήσιο μέρισμα. […]