Η κατεξοχήν συζήτηση αιχμής που διεξάγεται αυτές τις ημέρες στο εσωτερικό των κοινοτικών οργάνων των 27 χωρών μελών, αφορά προδήλως το ζήτημα του λόμπι και του ρόλου των μελών αυτών των λόμπι, των λομπιστών. Με πολιτική ευθύτητα και με θεσμική παρρησία το θέτει η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, η οποία, με βάση όσα η ίδια δηλώνει, το ζήτημα είναι «εξέχουσας σημασίας» και δημιουργεί την ανάγκη για «πιο επίκαιρες λύσεις απέναντι σε κρούσματα διαφθοράς».
Η σύνδεση του lobbying με τους τρόπους που αυτό εκφράζεται και με φαινόμενα διαφθοράς θα έπρεπε να έχει ήδη γίνει, και με τρόπο σαφώς πιο εμφατικό, από άλλα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με πρώτο το Ευρωκοινοβούλιο.
Στο επίπεδο του Ευρωκοινοβουλίου εδρεύουν και κινούνται πρώτα και κύρια τα λόμπι. Η ιδέα των λόμπι συνδέεται άλλωστε, με την ίδια τη φύση τους, τους χώρους της πρώτης εμφάνισης και της δράσης τους, στους διαδρόμους του Κοινοβουλίου.
Πριν αρχίσουν πάλι τα εύκολα ηθικά αναθέματα για «μια Ευρώπη χωρίς λόμπι», καλό θα είναι να έχουμε υπ’ όψη ότι, χωρίς αυτά, ισχυρά και αντιθετικά οικονομικά συμφέροντα θα επεδίωκαν τη θεσμικά ασύντακτη άσκηση επιρροής στους ευρωβουλευτές. Αν τα πολιτικά κόμματα αποβλέπουν στην άμεση άσκηση της πολιτικής εξουσίας και τα κοινωνικά κινήματα αποσκοπούν κυρίως στην αμφισβήτηση της εξουσίας και των ποικίλων εξουσιών, τα λόμπι επιδιώκουν την άσκηση επιρροής στους πολιτικούς δρώντες.
Ένας εξ Αποκαλύψεως πολιτικός λόγος επανακάμπτει στον δημόσιο χώρο, ζητώντας να καθαριστεί η κόπρος του Αυγεία, να εξοβελιστούν οι ηθικά παρηκμασμένες πολιτικές ελίτ στο όνομα μιας «Ευρώπης χωρίς lobbying».
Αυτό θα σήμαινε αυτοστιγμεί την εγκατάλειψη των ίδιων των καταστατικών στόχων της Ε.Ε., την υπαναχώρηση από θεμελιώδεις ιδέες και αρχές της ευρωπαϊκής οικογένειας, με πρώτη την οικονομία της ελεύθερης αγοράς. Αν ο αναλυτής ακολουθήσει καλοπροαίρετα την πορεία σκέψης αυτών των δυνάμεων, οδηγείται στο συμπέρασμα ότι ζητείται η εγκατάλειψη της οικονομικής ελευθερίας και ότι τίθεται ως κεντρικό πολιτικό αιτούμενο η nostalgia για τις κεντρικά σχεδιασμένες οικονομίες.
Οικονομικός φιλελευθερισμός, όμως, χωρίς αντιτιθέμενα συμφέροντα και ανταγωνιστικές επιδιώξεις δεν νοείται. Αυτό το γνωρίζει πλήρως, εξάλλου, η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία και δέχεται και ανέχεται την ύπαρξη και τη δράση λομπιστών στους κόλπους της. Χάρη σε αυτούς επιτυγχάνεται, δίχως ωραιοποιήσεις και ηθικισμούς, η ενιαία ‘έκφραση τομεακών και τμηματικών συμφερόντων, τα οποία καλείται η δημοκρατικά εκλεγμένη αντιπροσωπεία μας να σταθμίσει πριν από τη λήψη της μιας ή της άλλης πολιτικής απόφασης.
Η αναγνώριση αυτών των λόμπι είναι δεδομένη και παρατίθεται από την ίδια την Ένωση των 27. Πρόκειται συγκεκριμένα για «το σύνολο των δραστηριοτήτων που διεξάγονται με στόχο τον άμεσο ή έμμεσο επηρεασμό της διαμόρφωσης ή της εφαρμογής της πολιτικής των και των διαδικασιών λήψης αποφάσεων των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, ανεξαρτήτως του τρόπου διεξαγωγής τους και το κανάλι ή το μέσο επικοινωνίας που χρησιμοποιείται».
Σε αυτό το πλαίσιο κινείται το lobbying στην Ευρώπη της οικονομικής ελευθερίας και του οικονομικού ανταγωνισμού και αυτό το πλαίσιο καλείται να εκσυγχρονίσει και να επικαιροποιήσει. Σημειωτέον, δε, ότι η εμφάνιση του lobbying χρονολογείται πριν από την έκδοση των δοκιμίων του Nozick και του M. Friedman. Όποιος δυσπιστεί και ως προς αυτό, μπορεί να αντλήσει πολύτιμες πληροφορίες από τον τρόπο δράσης του lobbying στη σοσιαλδημοκρατική Σουηδία.