Nέα της αγοράς

Οι «πράσινες» επιδοτήσεις του Μπάιντεν έχουν προκαλέσει υπερατλαντικό καβγά στην Ευρώπη

Δημιουργείται διατλαντικό εμπορικό ρήγμα

Για χρόνια, η Ευρώπη γκρίνιαζε σε όλο τον κόσμο να ακολουθήσει το παράδειγμά της στη μείωση των εκπομπών άνθρακα. Τον Αύγουστο, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Αμερικής άκουσε επιτέλους τις συμβουλές της. Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν υπέγραψε πακέτο «πράσινων» επιδοτήσεων. Αυτό όχι μόνο δεν ευχαριστεί την Ευρώπη, αλλά ο «Νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού» (IRA), ο οποίος θα αποδώσει 369 δισεκατομμύρια δολάρια σε εταιρικές επιχορηγήσεις από τον Ιανουάριο, έχει προκαλέσει υπερατλαντικό καβγά. Η συζήτηση για εμπορικό πόλεμο μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής φουντώνει, παρόλο που και οι δύο είναι σύμμαχοι σε πραγματικό πόλεμο στην Ουκρανία. Μιμούμενη πολιτικές που αρέσουν σε πολλούς Ευρωπαίους, η Αμερική έχει πυροδοτήσει διαμάχες με τους φίλους της.

Η Ευρώπη θέλει η Αμερική να γίνει πράσινη, αλλά όχι έτσι. Η κύρια ανησυχία της ΕΕ, η οποία ασχολείται με θέματα εμπορίου για λογαριασμό των 27 κρατών μελών της, είναι ότι πάρα πολλά άρθρα του IRA αφορούν εταιρείες που παράγουν προϊόντα στην Αμερική (ή στους άμεσους γείτονές της, Καναδά και Μεξικό). Τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα που συναρμολογούνται στη Βόρεια Αμερική, για παράδειγμα, πληρούν τις προϋποθέσεις για φορολογική έκπτωση αξίας έως και $7.500. Όσα προϊόντα κατασκευάζονται έστω και μερικώς στην Ευρώπη δεν θα τύχουν καμίας έκπτωσης.

Αυτό παραβιάζει τις αρχές του ελεύθερου εμπορίου που υποτίθεται ότι δεσμεύουν όλα τα μέλη του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ). Οι Αμερικανοί κατανοούν την απογοήτευση της Ευρώπης, αλλά δεν πτοούνται. Τα άρθρα του IRA που ευνοούν αυτόν τον προστατευτισμό είναι δημοφιλή στους Δημοκρατικούς νομοθέτες που υποστηρίζονται από συνδικάτα. Χωρίς αυτούς, η ομάδα του Μπάιντεν δεν θα ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει το νομοσχέδιο μέσω του Κογκρέσου, λένε όσοι ξέρουν το θέμα. Καλύτερα ατελής συμφωνία παρά καμία. Και χρειάζεται θράσος για να αντιταχθεί η Ευρώπη σε αυτό το μείγμα προστατευτισμού, επιδοτήσεων και κρατικιστικών οραμάτων για το πώς πρέπει να μοιάζουν οι βιομηχανίες. Δεν είναι ακριβώς σπάνιο να συμβαίνουν τέτοια πράγματα στη γηραιά ήπειρο.

Η Ευρώπη δεν ενθουσιάζεται ποτέ όταν παραβιάζονται οι κανόνες του ΠΟΕ: προς τιμήν της, τείνει να τους ακολουθεί. Για λίγο, ήταν έτοιμη να κάνει τα στραβά μάτια, θεωρώντας μια μικρή στρέβλωση των κανόνων ως αποδεκτό τίμημα για να πείσει την Αμερική να μειώσει τον άνθρακα πιο επιθετικά. Όμως η υπομονή της έχει εξαντληθεί. Τις τελευταίες εβδομάδες, αρκετοί ευρωπαϊκοί βιομηχανικοί κολοσσοί αποκάλυψαν σχέδια για επενδύσεις στην Αμερική και όχι στην Ευρώπη. Ποιος μπορεί να τους κατηγορήσει; Η ενέργεια έχει γίνει πολύ πιο ακριβή στην Ευρώπη, ειδικά από τότε που ρωσικά τανκς εισήλθαν στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο. Ένας λόγος είναι ότι η Ευρώπη συμφώνησε με την Αμερική να επιβάλει σκληρές κυρώσεις στο καθεστώς του Βλαντιμίρ Πούτιν, κάτι που ώθησε τη Ρωσία να διακόψει σχεδόν όλες τις παραδόσεις φυσικού αερίου. Η Ευρώπη υποφέρει πολύ περισσότερο από αυτό παρά «η χώρα των ελεύθερων και η πατρίδα των γενναίων» όπως αρέσκονται να αποκαλούν τις ΗΠΑ οι πολίτες της. Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί, θεωρούν ότι τα ευρωπαϊκά εργοστάσια απειλούνται όχι μόνο από τον ρωσικό ρεβανσισμό αλλά και από τις επιδοτήσεις του θείου Σαμ. Η Αμερική και η Ευρώπη είναι στενοί σύμμαχοι γεωπολιτικά. Οικονομικά, όμως, μοιάζουν όλο και περισσότερο με εχθρούς.

Η Ευρώπη εξακολουθεί να ελπίζει ότι η Αμερική θα αποδυναμώσει τα άρθρα του IRA περί προστατευτισμού. Ο πρόεδρος της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν, μίλησε υπέρ μιας τέτοιας αντιμετώπισης κατά την επίσημη επίσκεψη του στην Αμερική. Αξιωματούχοι των δύο χωρών συναντώνται στα παρασκήνια για να δουν εάν τα ψιλά γράμματα μπορούν να τροποποιηθούν. Αλλά οτιδήποτε πέρα από αισθητική αναδιάρθρωση φαίνεται απίθανο. Αυτό θα αναγκάσει την Ευρώπη να απαντήσει. Καμία από τις επιλογές της δεν φαίνεται καλή και η καθεμία θα δίχαζε την ΕΕ με διαφορετικό τρόπο.

Δασμοί και εμπορικός πόλεμος

Μια πρώτη δυνατή προσπάθεια θα ήταν να οδηγηθεί η Αμερική στον ΠΟΕ, με την ελπίδα να κριθεί ότι οι νέες επιδοτήσεις της είναι παράνομες. Τέτοιες διαμάχες είναι μακροχρόνιες, βαρετές και χωρίς ανταμοιβή: η υπερατλαντική διαμάχη για τις επιδοτήσεις αεροσκαφών της Airbus και της Boeing διήρκεσε 17 χρόνια. Μέχρι να τελειώσει το 2021, ήταν αδύνατο να πούμε ποιος είχε κερδίσει (εκτός από τους δικηγόρους). Σήμερα δεν είναι σαφές αν ο ΠΟΕ έχει καν πλέον την ικανότητα να διεκπεραιώσει τέτοια υπόθεση. (Ο Ντόναλντ Τραμπ και αργότερα ο Μπάιντεν παρέλυσαν τον μηχανισμό επίλυσης διαφορών μπλοκάροντας όλους τους νέους διορισμούς δικαστών σε αυτόν.) Και αν η Ευρώπη επικρατούσε κατά κάποιο τρόπο στον ΠΟΕ και κέρδιζε την άδεια να ανταποκριθεί με τους δικούς της δασμούς, μπορεί να μην θέλει να το κάνει. Ένας εμπορικός πόλεμος θα αποκάλυπτε ρήγμα μεταξύ των Ευρωπαίων που είναι δύσπιστοι για την παγκοσμιοποίηση -η Γαλλία, ας πούμε, που πιέζει για προγράμματα «Αγοράστε ευρωπαϊκά» – και άλλων όπως η Ολλανδία και η Ιρλανδία που πιστεύουν ότι η ευημερία τους εξαρτάται από το ανοιχτό εμπόριο. Τόσο η Αμερική όσο και η Ευρώπη γνωρίζουν ότι ο κοινός οικονομικός αντίπαλος, η Κίνα, χαίρεται όταν τους βλέπει να τσακώνονται.

Η επιτετραμμένη της Αμερικής για το εμπόριο, Κάθριν Τάι, πρότεινε μια δεύτερη πιθανότητα για την Ευρώπη: θα πρέπει απλώς να ανταποκριθεί στο IRA με δικό της πρόγραμμα επιδοτήσεων. Αυτό θα εξίσωνε τους όρους ανταγωνισμού —αν η Ευρώπη μπορούσε να το αντέξει οικονομικά. Ορισμένες χώρες μπορούν. Η Γερμανία, ας πούμε, έχει μεγάλη βιομηχανία και μικρό χρέος. Ωστόσο, εάν δαπανήσει χρήματα για αρωγή σε εγχώριες επιχειρήσεις, αυτό θα επιφέρει σκληρό πλήγμα στην ενιαία αγορά της ΕΕ. Το γερμανικό σχέδιο 200 δισεκατομμυρίων ευρώ (206 δισεκατομμύρια δολάρια) για να βοηθήσει νοικοκυριά και επιχειρήσεις να αντιμετωπίσουν τις υψηλότερες τιμές της ενέργειας έχει εξοργίσει άλλους Ευρωπαίους. Πώς μπορεί σλοβακική εταιρεία να ανταγωνιστεί γερμανική, δεδομένου του μικροσκοπικού προϋπολογισμού της σλοβακικής κυβέρνησης; Εδώ το χάσμα είναι μεταξύ μεγάλων χωρών της ΕΕ με κυβερνήσεις με βαθιές τσέπες και μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες, και μικρότερων χωρών που δεν έχουν ούτε το ένα, ούτε το άλλο.

Μια τρίτη επιλογή θα ήταν να μιμηθεί αυτό το πανηγύρι επιδοτήσεων της Αμερικής, αλλά να χρηματοδοτηθεί από την ΕΕ. Κάποιοι θα ήθελαν επανάληψη του NGEU, ενός ταμείου 750 δισ. ευρώ μετά την πανδημία που συγκεντρώθηκε με κοινό δανεισμό που θα αποπληρωθεί κυρίως από πλούσιες χώρες, αλλά θα διασπαρεί σε ολόκληρο το μπλοκ. Η απλή συζήτηση για τέτοιο σχέδιο άνοιξε ξανά το παλαιότερο ευρωπαϊκό ρήγμα όλων, φέρνοντας αντιμέτωπους τους σπάταλους νότιους με τους βόρειους που δεν θέλουν να τους επιδοτήσουν. Φαίνεται ότι δεν θα μακροημερεύσει.

Συμβιβασμοί

Η γκρίνια των Ευρωπαίων για τον αμερικανικό προστατευτισμό θα είχε μεγαλύτερη βαρύτητα αν η ΕΕ δεν είχε ήδη σχεδιάσει η ίδια πολιτικές παρόμοιες με αυτές του Μπάιντεν. Ο κ. Μακρόν διακηρύσσει την ανάγκη για «στρατηγική αυτονομία» τόσο στεντόρεια και τόσο συχνά που η Αμερική άκουσε ξεκάθαρα. Κανένα ευρωπαϊκό σύστημα δεν παρεμποδίζει το εμπόριο όσο το IRA. Ωστόσο, οι προγραμματισμένοι δασμοί της ΕΕ στις εισαγωγές από χώρες που δεν έχουν πρόθεση να μειώσουν τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα προσκρούουν στον προστατευτισμό, όπως και οι νέοι κανόνες που έχουν σχεδιαστεί για να εμποδίσουν ορισμένες ξένες εταιρείες να επενδύσουν στην ΕΕ. Και ενώ είναι αλήθεια ότι οι επιδοτήσεις που καταβάλλονται στην Ευρώπη είναι επίσης διαθέσιμες σε ξένες εταιρείες, οι ευρωπαϊκές εταιρείες ξέρουν καλύτερα πώς να ασκούν πιέσεις για να λάβουν παραπάνω από το μερίδιο που τους αναλογεί. Οι αμερικανικές πολιτικές μπορεί να καίνε την Ευρώπη, αλλά η Ευρώπη βοήθησε να ανάψει η φωτιά.

© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο. Το πρωτότυπο άρθρο βρίσκεται στο www.economist.com

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο