Πολιτική

Τσίπρας ή οι καταγγελίες ως αναπαραγωγικές πολιτικές μηχανές

Σε όλη την χθεσινή, κρίσιμη κοινοβουλευτική συζήτηση για τις παρακολουθήσεις, ο Αλέξης Τσίπρας αποφάνθηκε εξαρχής ότι ο σημερινός πρωθυπουργός είναι ένοχος για παρακολουθήσεις

Σε όλη την χθεσινή, κρίσιμη κοινοβουλευτική συζήτηση για τις παρακολουθήσεις, ο Αλέξης Τσίπρας αποφάνθηκε εξαρχής ότι ο σημερινός πρωθυπουργός είναι ένοχος για παρακολουθήσεις, το εύρος των οποίων καλύπτει από πολιτικούς αντιπάλους έως και υπουργούς του. Η απόδειξη, που όλοι οι πολίτες περιμέναμε να προσκομίσει, ήταν ψυχογραφικού τύπου και συμπίπτει με το, κατά τον Αλ. Τσίπρα, θράσος και τη δειλία, που επιδεικνύει, στα μάτια του, ο πρωθυπουργός.

Ο ίδιος ο Α. Τσίπρας δηλώνει από το βήμα του Κοινοβουλίου ότι «το χαρακτηριστικό των ενόχων είναι το θράσος και η δειλία. Ο κ. Μητσοτάκης επί ενάμισι μήνα κρύφτηκε και απέφυγε να προσέλθει στον κοινοβουλευτικό έλεγχο αποδεικνύοντας τη δειλία. Σήμερα αποδεικνύει και το δεύτερο χαρακτηριστικό της ενοχής, το θράσος».

Αυτή η ψυχογραφική αντιπολίτευση θα μπορούσε, οριακά, να γίνει αποδεκτή, με δεδομένο το κάπως ανεβασμένο πολιτικό θερμόμετρο προηγούμενων ημερών και εάν βεβαίως συνοδευόταν από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο, το οποίο να επιβεβαιώνει της σφοδρής καταγγελίας το αληθές.

Κανένα αποδεικτικό στοιχείο, όπως το ορίζει η νομικά οπλισμένη πολιτική κοινότητά μας, δεν προσκομίστηκε, όμως, από τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ. Το πρωθυπουργικό ψυχογράφημα αφορά εξειδικευμένες επιστημονικές περιοχές, με τα δικά τους μεθοδολογικά εργαλεία και με τα δικά τους θεωρητικά ερμηνευτικά σχήματα. Και πάντως, δεν ενδιαφέρει τον πολίτη της συνταγματικά οργανωμένης πολιτικής κοινότητας. Αυτός περιμένει να ακούσει το επιχείρημα, που θα συνοδεύεται από τα αντίστοιχα αποδεικτικά υλικά.

Πλέον, αυτό που απομένει στους πολίτες, είναι η πρόκληση των πολιτικών αξιολογήσεων του αναπόδεικτου καταγγελτικού λόγου του επικεφαλής της ριζοσπαστικής αριστεράς.

Η εξόφθαλμη ελαφρότητα, με την οποία ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ διατυπώνει βροντερές κατηγορίες που καταλήγουν σε παροδικές πολιτικές πολώσεις, είναι μέρος μιας ευρύτερης αντιπολιτευτικής μεθόδου, στην οποία έχει κατρακυλήσει η εγχώρια αριστερή radicality. Αυτή η εκτόξευση χονδροειδών αιτιάσεων δεν επιζητά τον αποδεικτικό της λόγο, το αποδεικτικό υπόβαθρό της, και κινείται στα όρια της θεμελιακής κοινοβουλευτικής ευπρέπειας. Αυτή η συνεχής νύξη σε σκάνδαλα τύπου και μεγέθους Watergate συμβαδίζει με την διαταξική, μαζική αντιπολίτευση, που έχει υιοθετήσει εδώ και ένα χρόνο η Κουμουνδούρου.

Έτσι, αυτή η λαϊκή, πληβειακή αντιπολίτευση δεν εκπληρώνεται με άνεση εντός του Κοινοβουλίου ή στα γραφεία και τις αίθουσες της δικαστικής λειτουργίας. Επιζητεί την επιβεβαίωσή της σε έντυπα του σύγχρονου, ανανεωμένου αυριανισμού και σε ιστότοπους «συνταρακτικών αποκαλύψεων». Για τον καραμανλισμό χθες, για τον μητσοτακισμό σήμερα.

Το ερώτημα, που απασχολεί την Κουμουνδούρου, είναι αυτή η υπερατξική αντιπολίτευση και η μόνιμη υποτίμηση των πολιτειακών θεσμών θα αποβεί και εκλογικά κερδοφόρα. Η απάντηση είναι σαφώς αρνητική με όρους εκλογικής νίκης, εκλογικής επικράτησης. Είναι όμως μάλλον θετική με όρους συσπείρωσης της μεγάλης μάζας του κοινωνικού ακροατηρίου του ΣΥΡΙΖΑ και, ιδίως, του προέδρου του, ο οποίος καλό είναι να αρχίζει να συμφιλιώνεται με μία ακόμη εκλογική απογοήτευση.