Από χθες το βράδυ, ηγετικά στελέχη, έντυπα και διανοούμενοι της ελληνικής εκδοχή του αριστερού ριζοσπαστισμού χαιρετίζουν κάθε «κινηματική πρωτοβουλία». Το έχουν πράξει και στο παρελθόν, το πράττουν και τώρα. Μα η αδυναμία συνειδητής πολιτικής έκφρασης κάθε κινηματικής έκφρασης επιμένει διαχρονικά και καταγράφεται και στην παρούσα συνθήκη.
Συγκεκριμένα, το «κίνημα», με όρους εν πολλοίς αόριστους αλλά πάντα αντιμητσοτακικούς, υποστηρίζεται από (δόκιμους ή επαγγελματίες) πολιτικούς πρώτης γραμμής και γνωστούς «οργανικούς» διανοουμένους στα περίχωρα ή/και στην ενδοχώρα του ριζοσπαστισμού.
Έτσι, στην ειδησεογραφία της ημέρας, διαβάζουμε ότι «με «λυμένα χέρια» πλέον, οι αστυνομικοί του Μητσοτάκη στοχεύουν και πυροβολούν χωρίς δεύτερη σκέψη», όπως αναφέρεται αυτολεξεί στην κινηματική νεολαία του Σύριζα. Από κοντά και η κ. Γιάννα Κούρτοβικ, δικηγόρος και μέλος του Δικτύου για τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, περιγράφει την κατάσταση μετά το θάνατο του νεαρού Ρομά με όρους σχεδόν δημοκρατικής εκτροπής. Η καθόλα σεβαστή δικηγόρος μας ενημερώνει μέσα από τις στήλες της «Αυγής», της εφημερίδας που πρόσκειται στον Σύριζα και απηχεί τις θέσεις του, ότι «ποτέ μετά τη Χούντα δεν έχω ζήσει τέτοια κατάσταση, ποτέ δεν έχω ζήσει τέτοια θεσμική εκτροπή και ανατροπή, ποτέ δεν έχω ζήσει τέτοια ασύδοτη αποχαλίνωση της βίας και του αυταρχισμού και ποτέ δεν έχω ζήσει τέτοια ξεδιάντροπη αντιμετώπιση μιας δολοφονίας, της κάθε δολοφονίας που αυτό το κράτος πραγματοποιεί».
Χωρίς καμία διάθεση αντιδικίας με το «πολύχρωμο», μα πάντα εν δυνάμει, «κίνημα», αυτό που ξεκάθαρα υποστηρίζεται ότι έχουμε περάσει σε κατάσταση πολιτειακής εκτροπής λόγω του πρωθυπουργού της Χώρας και ότι η σχετική κινηματική πρωτοβουλία των τελευταίων δύο ημερών έφερε στη δημόσια επιφάνεια.
Η προτίμηση για το κινηματικό αυτό αυθόρμητο εκλαμβάνει την ελευθερία του ανθρώπου όχι ως έναν καρπό ανώτερων βαθμίδων της κοινωνικής εξέλιξης, αλλά, πρώτα και κύρια, ως αυτεπίγνωση και αυτοπροσδιορισμό, ο οποίος εντάσσεται σε συγκεκριμένα πολιτικά συμφραζόμενα, σύμφωνα με τον Σύριζα και την κ. Κούρτοβικ του Δικτύου για τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα. Πρόκειται για την κρατική οντότητα του μητσοτακισμού, ο οποίος αποφασίζει να «λύσει» τα χέρια των αστυνομικών οργάνων. Αυτά αναφέρονται αυτολεξεί και άκρως ενδεικτικά. Τα κινηματικά πάθη, φανταστικά ή μη, πρέπει να κατασταλούν και την απόφαση της αιματηρής καταστολής την δίνει ο ίδιος ο πρωθυπουργός, ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Εδώ ακριβώς, υπεισέρχεται η βάσανος του ελληνικού αριστερού ριζοσπαστισμού, η μόνιμη αγωνία του, η οποία καταλήγει σε μια άλυτη αντίφαση, σε αδύνατη αντινομία. Πώς θα μετατρέψει ο αγχωμένος Τσίπρας την κινηματική κινητικόητα σε πολιτική αποδοκιμασία και σε ψήφους εν όψει των εκλογών «που πρέπει να διενεργηθούν το ταχύτερο δυνατόν»;
Η απάντηση αυτής της εκδοχής της αριστεράς είναι μέσα από τη συνειδητή οργάνωση σε πολιτικό επίπεδο. Νέοι Ρομά καλούνται, εν προκειμένω, να πυκνώσουν τις γραμμές της κομματικής πρωτοπορίας του κινήματος. Στο σημείο αυτό, έρχεται ο κ. Χριστόπουλος, ο οποίος τα διπλώνει, ως συνήθως στην αριστερά, με τον θεσμικό του λόγο, που μόνον γοητευτικός δεν είναι για το «κίνημα», υποστηρίζοντας ότι αυτό που χρειάζεται η Χώρα σήμερα είναι μια καλύτερη αστυνομία», για την «καλή αστυνομία δεν ξέρει να απαντήσει».
Αυτήν την πολιτική συνειδητότητα του ινστρούκτορα δεν αντέχει το petit movement κάποιων νεαρών Ρομά, τη βρίσκει απάλευτη. Κάπου δυο αιώνες τώρα.