Δεδομένη είναι πλέον η επιβολή ανώτατου ορίου 60 δολαρίων ανά βαρέλι στην τιμή του πετρελαίου της Ρωσίας, το οποίο μεταφέρεται μέσω θαλάσσης από ευρωπαϊκές εταιρείες προς τρίτες χώρες. Η ευρωπαϊκή παρέμβαση είναι αποφασιστική, τη στιγμή που είχαν αρχίσει να εντείνονται οι μεμψίμοιρες φωνές, με βάση τις οποίες η Ευρωπαϊκή Ένωση αδυνατεί να λάβει καίριες αποφάσεις σε κρίσιμες στιγμές.
Η πρόεδρος της Commission, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, επισήμανε τις ευρωενωσιακές διαστάσεις της απόφασης της ΕΕ των 27: «Αυτό το ανώτατο όριο τιμών έχει τρεις στόχους. Πρώτον, ενισχύει το αποτέλεσμα των κυρώσεών μας. Δεύτερον, θα μειώσει περαιτέρω τα έσοδα της Ρωσίας. Και τρίτον, θα σταθεροποιήσει τις παγκόσμιες αγορές ενέργειας, διότι οι ευρωπαϊκοί φορείς θα διαπραγματεύονται, να εμπορεύονται και θα μεταφέρουν το ρωσικό πετρέλαιο σε τρίτες χώρες, μόνοι κάτω από το πλαφόν».
Αναμφίβολα, πρόκειται για ένα καίριο μέτρο, που λειτουργεί προσθετικά στην εφαρμογή εμπάργκο στις εισαγωγές ρωσικού αργού. Μένει, βέβαια, να δούμε οι Ευρωπαίοι πολίτες πώς θα αντιδράσει ο ΟΠΕΚ+, ο οποίος πραγματοποιεί συνεδρίαση την Κυριακή, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο θα κινηθούν οι τιμές του πετρελαίου μεθαύριο, Δευτέρα.
Ορισμένοι ευρωσκεπτικιστές δεν κρύβουν ότι φοβούνται μια αποσταθεροποίηση της παγκόσμιας αγοράς πετρελαίου και αναρωτιούνται για την αντίδραση των χωρών του ΟΠΕΚ. Οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχουν, υποστηρίζουν, τον αναμενόμενο αντίκτυπο στην ευρύτερη διεθνή σκηνή.
Αυτό όμως που είναι βέβαιο είναι ότι, με τη Γερμανία και την Πολωνία να έχουν αποφασίσει από μόνες τους να σταματήσουν τις παραδόσεις αγωγών μέχρι το τέλος του έτους, οι ρωσικές εισαγωγές θα πληγούν κατά ποσοστό που θα υπερβαίνει το 90%.
Οι αντιδράσεις στην σημαντική απόφαση είναι αποκαλυπτική ενός κλίματος απόψεων που στέκεται σθεναρά καχύποπτο απέναντι σε οποιαδήποτε δράση αναλαμβάνει η Ε.Ε. των 27 χωρών μελών και δεικτική μιας άλλης, παράλληλης προσέγγισης της πορείας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, προσέγγισης που είτε απογοητεύεται τάχιστα από (υπαρκτές) κωλυσιεργίες, είτε εκφράζονται με τον πιο ενθουσιώδη τρόπο, όταν λαμβάνεται μία απόφαση, όπως είναι αυτή για τον καθορισμό ανώτατης τιμής στο ρωσικό πετρέλαιο.
Ωστόσο, τα πράγματα δεν προσφέρονται για μανιχαιστικές αναλύσεις, ούτε για υπερβολικούς πανηγυρισμούς.
Μια πιο ισχυρή Ευρώπη περνά μέσα από τέτοιες κρίσιμες αποφάσεις, δηλαδή μέσα από συγκεκριμένες πολιτικές για αποτελεσματικότερη δράση της ΕΕ με γνώμονα την προώθηση και την προστασία των συμφερόντων όλων των Ευρωπαίων πολιτών, μέσα σε ένα οικονομικά διεθνοποιημένο περίγυρο. Η απόφαση, λόγου χάριν, για τον ορισμό πλαφόν στο ρωσικό αέριο είναι διακρατική και επίπονη κατά τη λήψη της, αλλά, την ίδια στιγμή, υπόκειται σε πιέσεις που ασκούνται αντικειμενικά από το παγκοσμιοποιημένο οικονομικό περίγυρο, δηλαδή εν προκειμένω από τον ΟΠΕΚ+.
Θα πρέπει όμως να εξοικειωνόμαστε όλη με το γεγονός, ότι η συλλογική δράση σε λειτουργικά πεδία συνεργασίας αποτελεί πιο ελκυστική επιλογή από τη μονομερή κρατική δράση. Η θέσπιση μηχανισμών ειρηνικής και αποτελεσματικής επίλυσης προβλημάτων συμβάλλει, με τη βοήθεια της απαραίτητης τεχνογνωσίας, στη βελτίωση της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης.
Οι εθνοκεντρικές αντιλήψεις καλό είναι να αντιμετωπίζονται πλέον ως πηγές κατακερματισμού της παγκόσμιας κοινότητας σε αντίπαλες και εδαφικά προσδιορισμένες ομάδες, οι οποίες εμποδίζουν την ανάδειξη ενός αποτελεσματικού συστήματος διακυβέρνησης για την προώθηση της δημόσιας ευημερίας.
Η απόφαση σχετικά με την επιβολή πλαφόν στο ρωσικό αέριο έρχεται να υπενθυμίσει ότι οι αυστηρά εθνοκεντρικές αναλύσεις παραβλέπουν την ευρωπαϊκή δυναμική και ότι η εμπέδωση της συνεργατικής αντίληψης μεταξύ των 27 «εγωισμών» στον σύγχρονο πολύπλοκο κόσμο χρειάζεται ένα διάστημα ακόμη, έως ότου να γίνει καθολικό κτήμα των Ευρωπαίων.