Ελλάδα

Μάτι: Γροθιά στο στομάχι νέα μαρτυρία – Ήμουν στη θάλασσα και έβγαζα τις σάρκες μου [vid]

Μαρτυρία σοκ

Συγκλονισμένοι, μέσα στην αίθουσα όπου δεν ακουγόταν ο παραμικρός ήχος, άκουσαν οι δικαστές και οι παράγοντες της δίκης για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι την εξιστόρηση της μάρτυρα, για το απόγευμα που έχασε τους γονείς της μέσα στη φωτιά, από την οποία η ίδια γλύτωσε με εκτεταμένα σοβαρότατα εγκαύματα σε όλο το σώμα της.

«Η μάνα μου ήταν πεσμένη στο πεζοδρόμιο, πεσμένη στα γόνατα, τόσο καμένη που δεν είχε μαλλιά. Ήταν γυμνή, χωρίς μαλλιά και ούρλιαζε. Της έφεραν ένα τραπεζομάντηλο από την ταβέρνα. Ξέρω από έναν κύριο που ήταν μαζί της ότι 5-6 ώρες ήταν ζωντανή. Με το που έφτασε στη Ραφήνα πέθανε. Ο πατέρας μου απανθρακώθηκε κοντά στο αμάξι», κατέθεσε η κ. Πεταλά, η οποία περιέγραψε σκηνές τόσο σοκαριστικές που πάγωσαν το ακροατήριο.

Η γυναίκα, η οποία νοσηλεύτηκε επί δύο μήνες με σοβαρές επιπλοκές που αντιμετωπίστηκαν σε ΜΕΘ, κατέθεσε στο δικαστήριο πως έχοντας αρπάξει φωτιά έφτασε στη θάλασσα και έπεσε μέσα για να σωθεί. Οι περιγραφές της για εκείνο το μαρτυρικό απόγευμα έμοιαζαν κυριολεκτικά με κατάβαση στην κόλαση: «Εκείνη την ημέρα, γύρω στις 17:30, άκουσα στην τηλεόραση για τη φωτιά στο Νταού. Δέκα λεπτά μετά, κόπηκε το ρεύμα και βγήκε όλη η γειτονιά έξω. Υπήρχε κάτι περίεργο στην ατμόσφαιρα, ο αέρας δυνατός. Είπαμε να κλειστούμε στο σπίτι. Την ώρα που έκλεινα το τελευταίο παντζούρι ακούω τη μαμά μου να ουρλιάζει. Είχαν λαμπαδιάσει κάτι κλαδιά. Άρπαξε η μαμά μου την τσάντα της κι εγώ τα κλειδιά και φύγαμε… Την ώρα που φεύγαμε μια γειτόνισσα έμπαινε στο αμάξι της και πήγαμε μαζί της. Φύγαμε αναγκαστικά αριστερά και κάτω. Η φωτιά μάς κυνήγαγε από αριστερά και πίσω. Ακινητοποιηθήκαμε και είδα ότι η φωτιά ήταν πολύ κοντά. Τους λέω βγείτε έξω θα καούμε. Έπεσε πολύ πυκνός μαύρος καπνός…».

«Θυμάμαι να είμαι στη θάλασσα και να βγάζω τις σάρκες μου»

Η μάρτυρας, πολύ έντονα φορτισμένη, αφηγήθηκε για τις στιγμές που πλέον η φωτιά τους πρόλαβε ενώ έτρεχαν να σωθούν: «Έπεσα κάτω, έχασα τα γυαλιά μου. Γύρισα πίσω και είδα πύρινες νιφάδες. Ενστικτωδώς κατευθύνθηκα προς θάλασσα. Άκουγα ανθρώπους να ουρλιάζουν. Περνούσε ένα νεαρός μόνο με το μποξεράκι του και πιο κει μια μάνα με ένα λιπόθυμο παιδάκι ή νεκρό… Άκουσα κάποιον να μου λέει “κοπέλια καίγεσαι”. Είχα πιάσει φωτιά από πίσω. Έφτασα στη θάλασσα κι έπεσα κατευθείαν μέσα. Από πάνω καιγόντουσαν τα πάντα. Είχε εκρήξεις. Κάθισα δίπλα σε μια οικογένεια. Κάποια στιγμή κρύωνα. Θυμάμαι να είμαι στη θάλασσα με τα χέρια απλωμένα και να βγάζω τις σάρκες μου. Βγήκα έξω αλλά ξαναμπήκα μέσα γιατί στέγνωσα και πέθαινα από τον πόνο».