Και προκαλούν και σοκάρουν τα παράνομα εκατομμύρια ευρώ τραπεζικών καταθέσεων σε εποχή ενεργειακών και οικονομικών κρίσεων και το θέαμα πολυτελών κατοικιών, που προσιδιάζουν περισσότερο σε παραδόπιστους νεόπλουτους και σε ανθρώπους χωρίς στέρεες ηθικές αναφορές παρά σε ιερείς που διδάσκουν τη δημόσια εγκράτεια. Προκαλούν και σοκάρουν σε τέτοιο βαθμό που ζούμε, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, το τέλος των Μη Κυβερνητικών (;) Οργανώσεων και της κοινωνίας πολιτών.
Ορισμένες παρατηρήσεις λοιπόν πριν να είναι οριστικά αργά, όχι βέβαια για τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτών, η κοινωνίες προχωρούν πάντοτε χωρίς τους διαβρωμένους της πολιτικής και της οικονομίας, αλλά για ό,τι έχει απομείνει όρθιο στην εναπομείνασα κοινωνία πολιτών.
Πριν και πάνω από όλα, όσα ανομήματα και αν φέρεται να έχει διαπράξει ένας ιερέας, η Εκκλησία είναι θεοίδρυτη και πηγαίνει πολύ μακρύτερα από τον οργανωμένο κλήρο – κατώτερο, μεσαίο ή ανώτερο. Ακόμη κι αν υπάρξουν καταδικαστικές δικαστικές αποφάσεις, όπως είναι επιβεβλημένο σε περιπτώσεις διασπάθισης του χρήματος των πιστών, αυτοί οι τελευταίοι κρατούν όρθιες τις εκκλησίες, που διδάσκουν ότι ζούμε σε κοινωνίες προσώπων και όχι σε κάποια σύνολα ασύνδετων ατομικοτήτων.
Το ζήτημα των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων έρχεται στην επιφάνεια σε μια ορισμένη στιγμή, όχι σε ένα νιτσεικού τύπου χρονικό κενό. Η βαθιά κρίση του κοινωνικού κράτους και οι αδιέξοδες κοινωνικές πολιτικές, ακόμη και για ζητήματα λεπτά όπως είναι η προστασίας παιδιών και μητέρων, αποκαλύπτουν, πέρα από «πιπεράτες» ονοματολογίες, τις ανεπάρκειες των παραδοσιακών πολιτικών σε σχέση με τις σύγχρονες συνθήκες.
Συγχρόνως, καθιστούν όλο και πιο ορατή την ανάγκη του ενδιάμεσου χώρου ανάμεσα στην κρατική εξουσία και την ιδιωτική αρχή. Τα δεδομένα της σύγχρονης εποχής παραπέμπουν στην ανάγκη δημιουργίας ενός ευέλικτου, επικοινωνιακού και – κυρίως – ανοιχτού απέναντι σε πραγματικές Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, χωρίς δηλαδή εξαρτήσεις από κυβερνητικές πλειοψηφίες και πολιτικά κόμματα, συστήματος διακυβέρνησης.
Κι εδώ υπεισέρχεται και το ζητούμενο για μια νέα σύνθεση ανάμεσα στην κρατική εξουσία, την ιδιωτική αρχή και την κοινωνία πολιτών, μέρος της οποίας είναι οι ΜΚΟ, όπως η πολυσυζητούμενη αυτές τις ημέρες. Στο επίπεδο της σύνθεσης αυτής, το κράτος δεν ούτε ο κύριος παράγοντας της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής, αλλά ούτε και το απρόσωπο θεσμικό μέσον που υπηρετεί τα συμφέροντα της αγοράς. Η εποχή της επικοινωνίας και των διευρυμένων οικονομικών συναλλαγών υπαγορεύει ένα νέο τρόπο ρύθμισης των σχέσεων ανάμεσα στο κράτος και την οικονομία, τη διοίκηση και την αγορά, την κρατική παρέμβαση και την αυτονομία, απαιτεί κοινωνικά ευαίσθητα και διοικητικά αποτελεσματικά πολιτικά όργανα. Με άλλες λέξεις, μια νέα σύνθεση ανάμεσα στις βασικές αρχές της σύγχρονης δημοκρατίας, δηλαδή της πολιτικής ισότητας, της ατομικής ελευθερίας και της κοινωνικής αλληλεγγύης.
Αυτή η νέα σύνθεση είναι η τελευταία ευκαιρία, πριν αρχίσει όλος ο δημόσιος διάλογος να τροφοδοτείται μονοδιάστατα από ονοματεπώνυμα και πριν η κοινωνία πολιτών και οι συναπτόμενες ΜΚΟ επιστρέψουν στην εποχή του Ρίτσαρντ Χούκερ και τη θεολογία της ανεκτικότητας του πρώιμου 16ου αιώνα.