Πόσο πέτυχε ή, έστω, προσέγγισε τις διακηρύξεις και τους στόχους της η φετινή Διάσκεψη για το Κλίμα; Ποιες παρουσίες, άλλες θετικές, άλλες τουλάχιστον αμφιλεγόμενες, ξεχώρισαν και ποια ήταν η πιο –κατ’ άλλους, η μόνη– αισιόδοξη εξέλιξη; Τι πρωτοβουλίες οφείλουν να αναληφθούν και τι ενεργειακές πολιτικές να δρομολογηθούν από κυβερνήσεις και οργανισμούς ώστε να μη βρεθούμε αντιμέτωποι με έναν κλιματικό Αρμαγεδδώνα τις αμέσως επόμενες δεκαετίες, όπως προειδοποιούν καιρό τώρα επιστήμονες και ειδικοί; Πόσο ανταποκρίνεται σε αυτά η αντιφατική πολιτική που ακολουθούν πολλά κράτη, ανάμεσά τους και η Ελλάδα, ποιες είναι οι νέες προκλήσεις για τους ακτιβιστές και τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών; Θα πειστούν οι πλέον ρυπογόνες και ενεργοβόρες χώρες να συνδράμουν ουσιαστικά τις περισσότερο πληττόμενες από τις συνέπειες των δραστηριοτήτων αυτών, όπως υπαγορεύει το δίκαιο, και γιατί η αναγκαιότητα της πλήρους μετάβασης από τα ορυκτά καύσιμα στην «καθαρή» ενέργεια δεν αφορά μόνο την ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής αλλά είναι και ζήτημα δημοκρατίας;
Το ότι οι λομπίστες των ορυκτών καυσίμων είχαν τη δεύτερη μεγαλύτερη παρουσία στη Διάσκεψη, μετά τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, που θα φιλοξενήσουν επόμενη COP, με 636 εκπροσώπους, ήταν όντως κάτι πρωτοφανές!
— Μια συνοπτική αποτίμηση της COP27;
Στην Greenpeace θα τη χαρακτηρίζαμε μάλλον αποτυχημένη, καθώς δεν τηρήθηκαν δεσμεύσεις προηγούμενων διασκέψεων ούτε πάρθηκαν συγκεκριμένες αποφάσεις για τη μείωση των ορυκτών καυσίμων και των εκπομπών. Όχι, η Διάσκεψη αυτή δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, αν εξαιρέσουμε ότι πρώτη φορά συζητήθηκε τόσο έντονα η ανάγκη χρηματοδότησης των πιο ευάλωτων χωρών έτσι ώστε να στηριχθούν στην προσαρμογή τους στην κλιματική μετάβαση αφενός, στις επιπτώσεις που υφίστανται εξαιτίας της ρύπανσης και της κλιματικής αλλαγής αφετέρου. Δημιουργήθηκε έτσι ένα Ταμείο για τις Απώλειες και τις Ζημιές, κάτι αναμφίβολα θετικό, μένει όμως να δούμε την εφαρμογή του. Διότι, παρόλο που η φετινή COP ονομαζόταν «COP της Εφαρμογής», αυτό το τελευταίο δεν το πολυείδαμε.
— Είναι κάτι διαφορετικό αυτό το Ταμείο για τις Απώλειες από το Ταμείο για την Προσαρμογή, το οποίο προϋπήρχε;
Βέβαια, το Ταμείο εκείνο είχε δημιουργηθεί το 2007, όμως η υλοποίησή του δεν αποδείχθηκε ιδιαίτερα επιτυχημένη, καθώς, ενώ η αρχική δέσμευση ήταν να χρηματοδοτείται με 100 εκατ. δολάρια ετησίως, δεν κατόρθωσε να εξασφαλίσει πάνω από 20. Αυτό, παρότι πέρσι στη Γλασκώβη γίνονταν διαβουλεύσεις για διπλασιασμό του ποσού αυτού, κάτι που δεν προχώρησε εξαιτίας της πολεμικής που δέχθηκε η πρόταση αυτή από αρκετές χώρες ως «υπερβολική». Γεγονός είναι ότι και τα δύο αυτά Ταμεία χρειάζονται αποφασιστική στήριξη.
— Υπερβολική γιατί;
Διότι θεωρήθηκε ότι ήδη οι ανεπτυγμένες χώρες έχουν δώσει αρκετά και θα πρέπει και οι άλλες να στηρίξουν οικονομικά τις δικές τους δράσεις, κάτι που ωστόσο ήδη συμβαίνει – οι αφρικανικές χώρες που πλήττονται ιδιαίτερα από την κλιματική αλλαγή και η φωνή τους ακούστηκε πολύ φέτος ήδη συνεισφέρουν με πολύ σημαντικά ποσά. Το ζήτημα όμως δεν είναι μόνο ποιος βάζει τα περισσότερα λεφτά αλλά και ποιος ρυπαίνει παραπάνω και ποιος υφίσταται περισσότερο τις επιπτώσεις. Δεδομένου δε ότι οι κορυφαίοι ρυπαντές είναι οι ισχυροί, πρόκειται για ένα ζήτημα δικαιοσύνης καταρχάς απέναντι σε περιθωριοποιημένες χώρες, κοινωνίες και κοινότητες.
— Αλλά είναι μόνο ζήτημα χρημάτων;
Όχι μόνο, όταν όμως ένα ακραίο κλιματικό φαινόμενο πλήττει μια φτωχή ή αναπτυσσόμενη χώρα, έχει σημασία μια οικογένεια να βοηθηθεί να ξαναχτίσει το σπίτι της, έχει σημασία να προστατευθεί η γεωργική παραγωγή – η προσαρμογή έχει και την έννοια της πρόληψης, της εκπαίδευσης. Ήδη βλέπουμε και στην Ελλάδα τα σημάδια της κλιματικής αλλαγής, το κλίμα γίνεται ξηρότερο και θερμότερο, οι βροχοπτώσεις μειώνονται, οι δασικές πυρκαγιές είναι όλο και πιο καταστρεπτικές. Είναι, επιπλέον, ζήτημα προτεραιοτήτων και ένα άλλο «μείον» της φετινής COP είναι ότι δεν υπήρξαν αρκετές συζητήσεις για τις μειώσεις των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου και την επίτευξη του στόχου να περιοριστεί η υπερθέρμανση του πλανήτη στον 1,5°C, παρότι εκεί είναι το «ζουμί» και η επιστήμη είναι πολύ ξεκάθαρη πάνω σε αυτό. Εμείς, λέει, θέλουμε τον 1,5ºC, μας δίνει και ένα περιθώριο ως τους 2, προειδοποιώντας μας πάντως ότι το όριο αυτό είναι ήδη επικίνδυνο, εφόσον μάλιστα οι ισχύουσες πολιτικές δεσμεύσεις μάς πάνε για ένα σενάριο των 2,8ºC μέσα στις επόμενες δεκαετίες. Σήμερα είμαστε στους 1,2ºC και οι προβλέψεις, αν συνεχίσουμε έτσι, λένε ότι θα έχουμε ξεπεράσει τους 2ºC μέχρι το 2030. Οφείλουμε λοιπόν να δράσουμε άμεσα. Κάτι άλλο που είχε συμφωνηθεί στη Γλασκώβη, η κατάστρωση ετήσιων εθνικών πλάνων και η αξιολόγησή τους, επίσης έμεινε μετέωρο, καθώς υπήρξαν κι εδώ χώρες που αντέδρασαν, ενώ εκτός συζήτησης έμεινε ουσιαστικά ο στόχος της κορύφωσης των εκπομπών αερίων για το 2025.
— Ο τελικός στόχος ποιος είναι;
Η επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας των ανθρώπινων δραστηριοτήτων το αργότερο ως το 2050, ιδανικά ως το 2040. Γι’ αυτό και οι δράσεις μας πρέπει να είναι εμπροσθοβαρείς. Αν μέχρι το 2048, ας πούμε, δεν κάνει τίποτα καμία χώρα και αποφασίσουν τότε ξαφνικά όλες μαζί να μηδενίσουν τις εκπομπές αερίων, πάλι το όριο θα είναι «άπιαστο όνειρο», εφόσον οι συσσωρευμένοι ρύποι στην ατμόσφαιρα θα έχουν αυξήσει ήδη περαιτέρω τη θερμοκρασία. Πρόκειται για ρύπους που χρειάζονται πολλά χρόνια να απορροφηθούν από τους ταμιευτήρες του πλανήτη, τα δάση και τους ωκεανούς, διακινδυνεύοντας έτσι σοβαρά την κλιματική κατάρρευση.
— Υπάρχει κάποια πρόβλεψη για το κρίσιμο σημείο καμπής από το οποίο και μετά η κατάσταση θα θεωρείται μη αναστρέψιμη;
Όχι, δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια πότε οι φυσικοί αυτοί ταμιευτήρες θα αδυνατούν πλέον να απορροφήσουν ρύπους, οπότε θα τους «επιστρέφουν» στην ατμόσφαιρα και το περιβάλλον, πολλαπλασιάζοντας εκθετικά το πρόβλημα. Αυτό όμως μπορεί να γίνει πολύ πιο σύντομα απ’ ό,τι φανταζόμαστε και τότε θα βρεθούμε αντιμέτωποι με ένα πραγματικό χάος γιατί οι συνέπειες θα είναι αλυσιδωτές, όχι μόνο στο κλίμα αλλά και στην παραγωγή, τις καλλιέργειες κ.λπ. Γνωρίζουμε ήδη ότι ακόμα και μια αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας της τάξης του 0,1% προκαλεί πιο ακραία καιρικά φαινόμενα από αυτά που υπολογίζαμε.