Είμαστε ένα από τα 27 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με βάση τους θεμελιώδεις κανόνες δόμησης και λειτουργίας της Ένωσης, οφείλουμε να έχουμε ορισμένες σταθερές, κάποιους οδοδείκτες που δείχνουν τη γενική πορεία πλεύσης της χώρας. Αυτή η βασική παραδοχή δεν επαληθεύεται, όμως, πάντοτε, λόγω μιας μακράς κουλτούρας κρατισμού που επικρατεί στον τόπο μας.
Αυτός ο ιδιότυπος εκφετιχισμός του κράτους εξαπλώνεται σε πολλαπλές σφαίρες της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Το κράτος εμφανίζεται, συχνά, ως φιλόστοργος «πατερούλης» αλλά, επί της ουσίας, λειτουργεί σαν πολιτικό και οικονομικό μέγεθος που θέλει να καταπνίξει δημιουργικές δεξιότητες των ανθρώπων και να ορθώνεται ενάντιο ακόμη και σε στοιχειώδεις συλλογικές ανάγκες και λειτουργίες.
Και δεν χρειάζεται να είναι κανείς «νεοφιλελεύθερος ευρωλιγούρης», κατά την καφενειακή έκφραση που έφθασε να αρθρώνεται ακόμη και από το βήμα της Βουλής, για να διαπιστώσει την διαφαινόμενη παρέμβαση – μαμούθ του κράτους στο συνταξιοδοτικό, σε ευθεία αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Στο σύνολο των χωρών μελών της Ένωσης, σε μεγάλο μέρος της οποίας οι κυβερνητικές πλειοψηφίες έχουν κεντροαριστερό πολιτικό πρόσημο και σοσιαλδημοκρατικό ιδεολογικό χαρακτήρα, το συνταξιοδοτικό σύστημα έχει κεφαλαιοποιητική μορφή. Αυτό έχει ως συνέπεια τον περιορισμό της συνεισφοράς του δημοσίου σε μονοψήφια ποσοστά και, δη, χαμηλά μονοψήφια ποσοστά του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος.
Μία από τις περίφημες «ελληνικές ιδιαιτερότητες» είναι το γεγονός ότι το σύστημα συνταξιοδότησης ήταν εξαρχής αναδιανεμητικό. Ωστόσο, η αύξηση της συνεισφοράς του δημοσίου άρχισε να εκτοξεύεται κατά τη «σοσιαλιστική» δεκαετία του ’80. Η στρέβλωση της συνεχούς αύξησης της κρατικής συνεισφοράς φθάνει στο απόγειό της πριν από περίπου δώδεκα χρόνια, λίγο πριν από την θέση σε ισχύ των τριών δανειακών συμβάσεων, αρχής γενομένης από τον Μάιο του 2010.
Τότε, η συμμετοχή του κράτους είχε φθάσει να κινείται σε ποσοστά άνω του 50%, κάπου κοντά στο 60%. Έτσι, η κυριότερη πηγή χρηματοδότησης ήταν το δημόσιο, με την υπόλοιπη χρηματοδότηση να διασφαλίζεται από τις εισφορές που κατέβαλαν οι ασφαλισμένοι.
Μάλιστα, για όσους έχουμε δεθεί κάπως περισσότερο με τα κοινά αυτού του τόπου, αυτή η τεράστια, για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, συμβολή του δημοσίου ήταν και ένας από τους κυριότερους αιτιώδεις παράγοντες της οικονομικής χρεοκοπίας μας, μέσα από την διόγκωση των δημοσίων ελλειμάτων.
Με τις τρεις αλλεπάλληλες διαδοχικές δανειακές συμβάσεις, τα περίφημα μνημόνια και τις διάχυτες κοινωνικές και οικονομικές οδύνες που προκάλεσαν, η σχέση ανάμεσα στη συνεισφορά του δημοσίου και αυτή των ασφαλισμένων άλλαξε προς το καλύτερο, φθάνοντας σε μία εξισορρόπηση.
Στις μέρες μας, η σχέση αυτή διαταράσσεται εκ νέου, σε βάρος του προϋπολογισμού. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με δημοσιεύματα από τον σημερινό Τύπο, προβλέπεται αύξηση των κύριων συντάξεων κατά σχεδόν οκτώ ποσοστιαίες μονάδες (7,75% για την ακρίβεια). Η αύξηση αυτή των συντάξεων, η οποία θα λάβει και μόνιμο χαρακτήρα από τις αρχές του νέου έτους, θα έχει ως μόνη πηγή χρηματοδότησης το δημόσιο. Αυτό σημαίνει ότι η συνεισφορά του προϋπολογισμού πρόκειται να υπερβεί και το όριο των δέκα ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ.
Είναι αδύνατον να βρει κάποιος μία, έστω μία, χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης με σύστημα συνταξιοδότησης που να εδράζεται σε τόσο μεγάλο βαθμό στην αναδιανεμητική λογική. Οικονομία της ελεύθερης αγοράς δεν σημαίνει βέβαια κάποια χομπσιανή ζούγκλα, αλλά δεν συμβαδίζει με τόσο χαμηλά επίπεδα ανταποδοτικότητας. Γιατί το συνταξιοδοτικό σύστημα δεν είναι βιώσιμο λόγω του κρατισμού, που μπορεί έτσι να οδηγήσει και πάλι σε καταστάσεις γενικευμένης κοινωνικής και οικονομικής κρίσης και απόγνωσης στη χώρα μας.