Ερωτικός άνθρωπος ο Γιώργος Μαρκόπουλος, ποιητής φτασμένος πια της γενιάς του ’70. Εργένης χωρίς να ξέρει το γιατί ακριβώς. Έχει όμως μια πέραση στις γυναίκες, λένε, χωρίς να λέει ονόματα, λεπτομέρειες και άλλα κατακλυσμένα στη σάχλα. Εργένης άνευ συγκριμένου λόγου. Βικτωριανός όμως εκ πεποιθήσεως. Ποτέ δεν εγκαταλείπει την οδό Δεριγνύ, από τότε που πρωτόρθε στην Αθήνα για σπουδές στην ΑΣΟΕΕ. Χρόνια ολάκερα είχα να τον δω και απόλαυσα να τον κοιτώ. Ποτέ δε μιλήσαμε τις δυο – τρεις φορές που είχα την τύχη να τον ανταμώσω στην πλατεία Βικτωρίας.
Μπάνιζε, πριν χρόνια, το Camel το άφιλτρο και το χάιδευε με το ζεστό του βλέμμα, το γεμάτο θαλπωρή. Με είχε προλάβει σε στέκια με το διάδοχο, τον Άσο φίλτρο την κασετίνα. «Σβήσε, άνθρωπέ μου, το παλαιικό, το λιβανιστήρι». Του λείπει το τσιγαράκι, η γλυκιά του η γεύση, το τελετουργικό της κασετίνας που ανοιγοκλείνει. Τα κατάργησαν και τα ξυπόλητα τα Camel και τον Άσο φίλτρο κασετίνα. Μα για τον Μαρκόπουλο υπάρχει ζωή και μετά το τσιγάρο και ας παραπονιέται:
«Κι από τότε που το έκοψα το τσιγαράκι πλησιάζω τους καπνίζοντες όπως οι ξενιτεμένοι τα πατριωτάκια τους στον σταθμό για να μυρίσουνε πατρίδα».
Από ένα χωριό της Μεσσήνης, με μια μάνα λαμπρή νοικοκυρά. Τον αδελφό του τον Προκόπη που πάνε τα χέρια του. Τον πατέρα, τον υπέροχο πατέρα με το μπαρμπέρικο της εποχής. Τις μνήμες από τα μοναδικά αρώματα της κολόνιας, του ταλκ και του μπριγιόλ. Τις κουβέντες των πελατών. Από τον πατέρα του κληρονόμησε την ευαισθησία, που έχουν οι ποιητές του διαμετρήματος του Γιώργου Μαρκόπουλου. Με μια πίκρα όμως, που δε τουμπάρει ποτέ σε μίρλα. «Για αυτό λοιπόν το βράδυ σε κοιτώ τόσο βαθιά στα/μάτια./Είναι μήπως ζήσω εγώ την ταπεινή θαλπωρή που/εκείνος δεν έζησε».
Ποιητής αφηγηματικός, ο Γιώργος Μαρκόπουλος. Τον διαβάζεις σαν διήγημα. Μα διηγήματα ξεκινά να γράφει, τα συγκεντρώνει και, έφηβος, φθάνει στην είσοδο του επαρχιακού τυπογραφείου. Κοντοστέκεται στην πόρτα, μπαίνει αλλά δεν φτάνουν τα λεπτά για την ονειρεμένη, την ποθητή έκδοση. Κάνει να φύγει και ο καλοσυνάτος τυπογράφος του αντιπροτείνει να γράψει ποιήματα, που και λιγότερο μελάνι θέλουν και λιγότερο χαρτί απαιτούν. Και από τα 16 – 17 δημοσιεύει. «Η έβδομη συμφωνία». «Η θλίψις του προαστίου». «Οι πυροτεχνουργοί». «Η φοβερή πατρίδα μου». «Μη σκεπάζεις το ποτάμι» και άλλες πολλές συλλογές, αλλά και συλλογές δοκιμίων «Εκδρομή στην άλλη γλώσσα». «Ιστορικό κέντρο». «Η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη», ενδεικτικά.
Εξυμνεί το γυναικείο κάλλος και, θαρρώ, τους τρόπους που έχουν οι γυναίκες. Αυτούς τους έμφυτους τρόπους που σαγηνεύουν και μας πλανεύουν χωρίς καμιά φορά ούτε και οι ίδιες να το γνωρίζουν:
«Με την Μαρία δεν σμίγαμε όλη την βδομάδα. Τα Σαββατόβραδα όμως πηγαίναμε στην γκαρσονιέρα ή στο ξενοδοχείο. Της Μαρίας της άρεσε το «εννέα» που είχε και κορνίζα πάνω από το κεφάλι. Η Μαρία γδυνόταν αρχίζοντας από τα παπούτσια και τις κάλτσες, όπως τα μικρά παιδιά που σου λένε καληνύχτα πριν κοιμηθούν». Το ίδιο λιτά και απέριττα περιγράφει το αστικό τοπίο, με τις παλιές πολυκατοικίες και τα σιντριβάνια. Τις λαϊκές αγορές που εξυμνεί, με τα κομμένα πορτοκάλια και τα μανταρίνια να χορεύουν στα τελάρα. Την ευλογημένη Α.Ε.Κ, «τον ιδιόρρυθμο πλην φιλότιμο χαρακτήρα του Χρήστου Αρδίζογλου, με τα αλογίσια πόδια».
Τον Περαία με τα μπαρ της Τρούμπας. Τους μοναχικούς άνδρες με τις εργένικες μακαρονάδες. Τη θρήσκα κυρία που ταΐζει τα γατάκια στον φωταγωγό. Τα σπίτια των ευπόρων, με τους μεγάλους λευκούς τοίχους που κοντοστέκεται να θαυμάσει. Τον Ρήγα Φεραίο της νιότης του: «Σε αποχωρίστηκα το πρωί όπως δυο άγνωστοι επισκέπτες/χωρίζουν ανικανοποίητοι/ στην πόρτα του μπορντέλου, χωρίζουν. /Ρήγα Φεραίε, πως τάχατες να σε φωνάξω/στην έρημή μου χώρα».
Έχει ήδη αναγνωριστεί και βραβευθεί με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, το Βραβείο Ουράνη. Μια πολύ προσεγμένη μελέτη για το έργο του έχει εκδώσει, από την Εκάτη, ο φίλιος Γιάννης Πανουτσόπουλος, ιδιοκτήτης του πιο ενημερωμένου και επιβλητικού παλαιοβιβλιοπωλείου της Αθήνας «Ίστωρ». Λίγο αργός είναι στους τρόπους, στη λαλιά, κάπως στη σκέψη, κάτι τέτοιο. Όμως, είναι πάντα φιλικός με όλους, βαθιά ευγενής, ανεπιτήδευτα δοτικός, χωρίς να υποφέρει από τίποτε μάγια της ποιήσεως και άλλα τραγικά. Στο Café des Poėtes, να ‘χει αγοράσει κασεροπιτάκια για τα προσφυγόπουλα της γειτονιάς.