Δεν είναι η πρώτη φορά που η Τουρκία αψηφά τις αντιδράσεις και τις προειδοποιήσεις της διεθνούς κοινότητας, αν βέβαια αυτή η τελευταία υποτεθεί ότι υπάρχει για την Άγκυρα. Το αντίθετο θα αποτελούσε είδηση κατά τη σημερινή νέα στρατιωτική ενέργεια στη Συρία. Αψηφά ταυτόχρονα και τη χθεσινή προειδοποίηση του Νμίτρι Πεσκόφ, καίτοι αυτή είχε ένα χαρακτήρα προσχηματικό. Τα συμφέροντα της Ρωσίας και της Τουρκίας διασταυρώνονται και αυτό δεν μπορεί παρά να μας απασχολεί.
Την άνοιξη του επομένου έτους, διεξάγονται οι προεδρικές εκλογές στη γείτονα. Πρόκειται για μια εξαιρετικά κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση για τον Τούρκο πρόεδρο Ερντογάν, δεδομένης κυρίως της άθλιας οικονομικής κατάστασης στην οποία έχει οδηγήσει τη χώρα του.
Ο Τούρκος πρόεδρος δεν στρέφει, εντούτοις, το ενδιαφέρον του προς τον δυτικό κόσμο, ιδίως στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 χωρών μελών. Αγνοεί όλες τα κείμενα της Commission για την πορεία ένταξής της Τουρκίας στην Ένωση και οι σχέσεις του με τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών κινούνται σε οριακά επίπεδα.
Παράλληλα, όμως, η Τουρκία δεν προσυπογράφει τις δυτικές κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας, με την οποία διατηρεί μια σχέση πολλαπλής εξάρτησης. Στην τρέχουσα προεκλογική συνθήκη, η οικονομική εξάρτηση είναι η σημαντικότερη, γιατί η Τουρκία αντιμετωπίζει ένα οξυμμένο πληθωριστικό πρόβλημα, με οικονομικά αιματηρές συνέπειες για τον πληθυσμό της.
Για να μπορέσει να συγκρατήσει το πληθωριστικό «τέρας» που καταπίνει τα εισοδήματα των πολιτών και, κατά συνέπεια, να εξασφαλίσει ορισμένους στοιχειώδεις υλικούς όρους της (νόμιμης) επανεκλογής του, ο Ερντογάν παίζει το χαρτί της Ανατολής και, ειδικότερα, της Ρωσίας.
Η Ρωσική Ομοσπονδία παρέχει την οικονομική αρωγή. Ενδεικτικά, μεταξύ Ιανουαρίου και Αυγούστου 2022, τουλάχιστον 28 δισεκατομμύρια δολάρια αγνώστου προελεύσεως εισήλθαν στην Τουρκία, χωρίς η Κεντρική Τράπεζα να μπορεί να εξηγήσει με επάρκεια την προέλευσή τους.
Επίσης, Ρώσοι ολιάρχες βρίσκονται αποκλεισμένοι από τις δυτικές αγορές και επιλέγουν να επενδύσουν στο φιλικό περιβάλλον της Τουρκίας. Από την άποψη, αυτή δεν θα έπρεπε να εκπλήξει μια αναθέρμανση του επενδυτικού ενδιαφέροντος των πρώην κομμουνιστών και νυν ολιγαρχών ρωσικού τύπου.
Η Ρωσία του Β. Πούτιν εκπληρώνει, με αυτούς τους ενδεικτικούς τρόπους, γραμμάτια της φιλίας, που από την πλευρά της αποδεικνύει με μια δέσμη αποφάσεων, όπως είναι επί παραδείγματι οι συμφωνίες της Κωνσταντινούπολης ή η συμφωνία για τη δημιουργία ενεργειακού κόμβου και ενεργειακής πλατφόρμας ανάμεσα στη Μόσχα και την Άγκυρα.
Ανεξάρτητα από τις εντάσεις της χθεσινής ή της σημερινής συγκυρίας, Ερντογάν επιλέγει ως προνομιακό «οικονομικό συνομιλητή» τη Ρωσία του Πούτιν. Τα χρονικά περιθώρια είναι στενά μέχρι τις επόμενες εκλογές και δεν πρόκειται να αλλάξει τακτική.
Αυτό έχει ως αλυσιδωτή συνέπεια το να απομακρύνεται διαρκώς και περισσότερο από την ευρωπαϊκή αναφορά και τον εν γένει δυτικισμό. Το ελληνικό συμφέρον δεν υπαγορεύει την επιτάχυνση της διαδικασίας απομόνωσης από το δυτικό μπλοκ. Μια θερμοκέφαλη και λαϊκιστική προσέγγιση ευνοεί αυτήν την προοπτική για τη γείτονα. Η Άγκυρα επιστρέφει στη βεβαιότητα του ρωσικού παράγοντα, αλλά, την ίδια στιγμή, απομακρύνεται από το σύγχρονο διεθνές νομικό πλαίσιο και την αρχή του κράτους δικαίου. Και εδώ, κάποιες ξεκομμένες από την πραγματικότητα προσπάθειες για «ευρύ διάλογο εφ’ όλης της ύλης» και άμεση ενθάρρυνση της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας δεν προσέφεραν τις καλύτερες υπηρεσίες μέσα στον ακραίο ιδεαλισμό όπου κινούνταν.