Η ελληνική οικονομική και πολιτική ζωή έχει εισέλθει στον «αστερισμό» του Ταμείου Ανάκαμψης, το οποίο αντιμετωπίζεται από μια αναχρονιστική μερίδα του εγχώριου πολιτικού προσωπικού με όρους «πακέτου». Κάθε λέξη κινητοποιεί και διαφορετικές νοοτροπίες και, στην προκειμένη περίπτωση, διαφορετικές πολιτικές συμπεριφορές και κουλτούρες.
Το ζήτημα του τρόπου με τον οποίο δεξιωνόμαστε ως πολιτικό σύστημα τους κοινοτικούς πόρους και τα ενωσιακά κονδύλια είχε πάψει να απασχολεί τα πρωτοσέλιδα εφημερίδων και την κεντρική θεματολογία των ενημερωτικών ιστότοπων. Είχαμε θεωρήσει – αφελώς ίσως, κάποιοι από εμάς – ότι είχε παρέλθει ανεπιστρεπτί η εποχή που εκλαμβάναμε πολύτιμους οικονομικούς πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης με όρους πολιτικής επιδρομής στα ευρώ των Κουτόφραγκων. Τα χρήματα αυτά της Ε.Ε. γίνονται, ωστόσο, ακόμη αντιληπτά ως λεία που προσφέρεται για επιδρομή.
Ενδεικτική αυτής της νοοτροπίας, μέρους της πολιτικής κουλτούρας μιας περιορισμένης μερίδας των εγχώριων πολιτικών ηγεσιών, είναι η αποστροφή του λόγου του επικεφαλής της μείζονος αντιπολίτευσης, ο οποίος δήλωσε πως, εάν ήταν εκείνος που θα διαχειριζόταν ένα πακέτο αντίστοιχο με το Ταμείο Ανάπτυξης, θα κυβερνούσε τη χώρα για πολλά ακόμη χρόνια.
Στην προκειμένη περίπτωση, δεν είναι το συγκεκριμένο πολιτικό πρόσωπο που παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Το πιο ελκυστικό στοιχείο είναι η πολιτική νοοτροπία που περικλείεται σε αυτήν την αποστροφή του λόγου. Το Ταμείο Ανασυγκρότησης και Σταθερότητας γίνεται κατανοητό ως μέσον για την παραμονή στην πολιτική εξουσία. Και εδώ υπονοείται ότι οι πολίτες είμαστε, σε τελικό βαθμό, πελάτες και οι ψήφοι μας είναι δυνατόν να στραφούν προς τη μία ή την άλλη κομματική κατεύθυνση ανάλογα με την κομματική δύναμη που βρίσκεται στην πολιτική εξουσία. Το κόμμα μοιράζει «πακέτα» σε δημοσιογράφους και καναλάρχες, που, με τη σειρά τους, στρέφουν την κοινή γνώμη προς την κομματικά επιθυμητή κατεύθυνση, μέσα από την κατάλληλη και επιδέξια χειραγώγησή μας. Έτσι κατασκευάζεται η συναίνεση και έτσι περίπου αποσπάται η συγκατάνευση, σύμφωνα με το εν λόγω αφήγημα.
Ως εάν δηλαδή να είμαστε, ως χώρα, περίπου καταδικασμένοι να φοβόμαστε αντί να αισθανόμαστε ικανοποίηση κάθε φορά που γίνεται λόγος για κάποιο «πακέτο» προερχόμενο από την Εσπερία.
Ευτυχώς, ωστόσο, κάθε «πακέτο» δεν είναι απλά και μόνο μια βαλίτσα με ευρώ και δεν είναι καταδικασμένο να έχει έναν ουσιαστικά αντιπαραγωγικό αποπροσανατολισμό των δυνάμεων του τόπου μας.
Στο υπερεθνικό και διακρατικό θεσμικό σύστημα της Ένωσης απαιτείται μια δημοσιονομική υποδομή, η οποία έρχεται να υποστηρίξει την οικονομική λειτουργία του συστήματος. Αυτό το υπόβαθρο περιγράφεται ήδη από τις διατάξεις της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, στα άρθρα 268 και 280 του κειμένου, όπου θεσμοθετείται με ενάργεια το δημοσιονομικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσα από την καθιέρωση ενός πλαισίου δημοσιονομικής οργάνωσης και διαχείρισης των πόρων, που έχει στη διάθεσή της η Ε.Ε.
Στην ιδιαίτερη, δε, περίπτωση του Ταμείου Ανασυγκρότησης και Σταθερότητας, προβλέπεται ότι ένας από τους πρωταρχικούς στόχους του Ταμείου είναι ο συνδυασμός οικονομικής ενδυνάμωσης και μεταρρυθμιστικού έργου. Το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «συνδυάζει για πρώτη φορά», όπως αναφέρεται στην επίσημη ιστοσελίδα του Υπουργείου Οικονομικών, «επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις. Οι επενδύσεις δίνουν στο Σχέδιο μακροοικονομική και οικονομική ισχύ και οι μεταρρυθμίσεις αποτελεσματικότητα και προοπτική».
Χρειάζεται λοιπόν μεγαλύτερη εγκράτεια, όταν αναφερόμαστε σε Ταμεία και όχι απλώς σε «πακέτα», έχοντας κατά νου τις ιστορικές κατακτήσεις μας ως μιας παραγωγικής χώρας, με διακριτή πλέον παρουσία στο ευρωπαϊκό οικονομικό περιβάλλον μας.