Nέα της αγοράς

Μπορούν τα δισθενή εμβόλια να καταπολεμήσουν τις νέες μεταλλάξεις του κορωνοϊού;

O χειμώνας πλησιάζει και οι Αμερικανοί συναθροίζονται σε κλειστούς χώρους, χωρίς μάσκες ή κοινωνική αποστασιοποίηση. Την ίδια στιγμή, οι νέες μεταλλάξεις του κορωνοϊού προκαλούν αύξηση κρουσμάτων και εισαγωγών στα νοσοκομεία

O χειμώνας πλησιάζει και οι Αμερικανοί συναθροίζονται σε κλειστούς χώρους, χωρίς μάσκες ή κοινωνική αποστασιοποίηση. Την ίδια στιγμή, οι νέες μεταλλάξεις του κορωνοϊού προκαλούν αύξηση κρουσμάτων και εισαγωγών στα νοσοκομεία. Το σχέδιο της αμερικανικής κυβέρνησης για τον χειμώνα βασίζεται, κατά κύριο λόγο, στην πειθώ: να πειστούν, δηλαδή, οι πολίτες να εμβολιαστούν με τα επικαιροποιημένα «δισθενή εμβόλια».

Oι ηλικιωμένοι, οι ανοσοκατεσταλμένοι και οι έγκυοι πρέπει να κάνουν την αναμνηστική δόση γιατί, όπως εξηγεί ο Τζον Μουρ, λοιμωξιολόγος της ιατρικής σχολής Weill Cornell της Νέας Υόρκης, πράγματι προσφέρει αυξημένη προστασία έναντι της βαριάς νόσου και του θανάτου. Ομως η εικόνα για την αξία του εμβολιασμού στους νέους και υγιείς δεν είναι τόσο ξεκάθαρη. Σπάνια κινδυνεύουν να αρρωστήσουν βαριά από COVID-19 και έχουν ήδη κάποια ανοσία από τις προηγούμενες εμβολιαστικές δόσεις, τη λοίμωξη ή και τα δύο.

Οι πιο νέες μεταλλάξεις BQ.1 και BQ.1.1 εξαπλώνονται γρήγορα και όπως φαίνεται οι αναμνηστικές δόσεις δεν αποτρέπουν τη λοίμωξη εξαιτίας της μεγάλης ικανότητας διαφυγής που έχουν τα νέα στελέχη. Μέχρι σήμερα, μόλις το 12% των Αμερικανών έχει εμβολιαστεί με τα νεότερα δισθενή εμβόλια που προσφέρουν προστασία έναντι των στελεχών BA.4 και ΒΑ.5.

Ο δρ Πίτερ Μαρκς, επικεφαλής του τμήματος εμβολιασμών του αμερικανικού Οργανισμού Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA), παραδέχεται ότι ακόμα δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για την αποτελεσματικότητα των δισθενών εμβολίων αποτροπής της συμπτωματικής νόσου. Επισημαίνει, ωστόσο, ότι ακόμη και μία μικρή ενίσχυση της ανοσιακής απόκρισής μας θα είναι επωφελής για τη δημόσια υγεία. Επειδή δεν υπάρχει κάτι αρνητικό από τον εμβολιασμό, θα πρότεινε σε όλους να εμβολιαστούν.

Ο δρ Μουρ, ωστόσο, υπογραμμίζει ότι η διαρκής ανασύνθεση των εμβολίων για τις νεότερες μεταλλάξεις δεν είναι μια βιώσιμη στρατηγική.

Ο FDA ενέκρινε τη χορήγηση της αναμνηστικής δόσης δύο μήνες μετά την προηγούμενη. Πολλοί επιστήμονες πιστεύουν ότι η επιμήκυνση του μεσοδιαστήματος ίσως να έχει καλύτερα αποτελέσματα, καθώς επιτρέπει στο ανοσοποιητικό μας σύστημα να τελειοποιήσει την ανταπόκρισή του.

Η δρ Γκρέτσεν Τσάπμαν, ειδική στη συμπεριφορά της υγείας στο Πανεπιστήμιο Καρνέγκι Μέλον, προσθέτει και μία άλλη παράμετρο στη συζήτηση για τις αναμνηστικές δόσεις. «Ολο και μικρότερο ποσοστό Αμερικανών θα επιλέγει να εμβολιαστεί με κάθε νέα αναμνηστική δόση. Τελικά θα φτάσουμε στο μηδέν», λέει, προσθέτοντας ότι δεν είναι τόσο σημαντικό να κάνουν οι εμβολιασμένοι την αναμνηστική δόση με το δισθενές εμβόλιο, αλλά να πειστούν οι ανεμβολίαστοι να εμβολιαστούν.