Η βρετανική κυβέρνηση διέψευσε δημοσιεύματα του Τύπου ότι το Λονδίνο επιδιώκει στενότερους δεσμούς με τις Βρυξέλλες, τρία χρόνια μετά την αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το περίφημο Brexit. Ο Ρίσι Σούνακ έκανε σχετική σαφή δήλωση, αλλά το ερώτημα παραμένει για το εάν ο νέος πρωθυπουργός και πρώην υπουργός Οικονομικών του Ηνωμένου Βασιλείου, έχει απορρίψει κάθε σκέψη για επαναδιαπραγμάτευση.
«Ευσεβείς πόθοι» μπορεί να σκεφθεί κανείς και, ίσως, όχι ολότελα αυθαίρετα. Το ζήτημα όμως εμφανίζεται συχνά από την ημέρα που ο Σούνακ ανέλαβε τα ηνία της χώρας.
«Ψήφισα υπέρ του Brexit, πιστεύω στο Brexit και ξέρω ότι το Brexit μπορεί να επιφέρει αποτελέσματα και ήδη έχει δώσει τεράστια οφέλη και ευκαιρίες για τη χώρα», δήλωσε αργά το βράδυ της Δευτέρας, ο Σούνακ.
Ωστόσο, από τότε που αποχώρησε από την Ευρωπαϊκή Ένωση πριν από τρία χρόνια, το Ηνωμένο Βασίλειο έχει υπογράψει εκ νέου εμπορικές συμφωνίες, μεταξύ άλλων με την ΕΕ και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς και με τη Νέα Ζηλανδία, ενώ γίνονται συζητήσεις με την Ινδία, τον Καναδά ή τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ένα επιπλέον στοιχείο που μετριάζει την αντι – Brexit δήλωση είναι το γεγονός ότι ο Σούνακ δεν αρέσκεται στο να επιδίδεται σε λύσεις μανιχαιστικές, τύπου «άσπρου – μαύρου». Ο Βρετανός πρωθυπουργός δεν είναι μια επιπόλαιη, δραματική πολιτική προσωπικότητα, αλλά ένα πολιτικό ον που αντιμετωπίζει ρεαλιστικά όλα τα ενδεχόμενα πριν λάβει μια οριστική απόφαση. Η πρόσφατη στάση του στον λεγόμενο «μίνι προϋπολογισμό» ακριβώς αυτό δηλώνει.
Επιπλέον, όταν το θέμα του Brexit τέθηκε στο εσωτερικό της βρετανικής κοινωνίας, θυμίζουμε ότι ο Σούνακ δεν είχε προσχωρήσει στη λογική των «κακών Ευρωπαίων», ούτε είχε πεισθεί ότι η εξασθένιση της εγκληματικότητας θα έρθει με το κλείσιμο των εθνικών συνόρων.
Απεναντίας, ο Σούνακ είχε θέσει ως άμεση προτεραιότητα την προσαρμογή της βρετανικής οικονομίας σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης και είχε επιχειρηματολογήσει υπέρ της μείωσης της ανεργίας που θα ερχόταν σε περίπτωση εξόδου.
Οι συζητήσεις περί μιας νέου τύπου σχέσης με την Ένωση και η επιτακτική ανάγκη μείωσης του πληθωρισμού, η οποία δεν μπορεί να επιλυθεί με παλαιές εθνικές συνταγές, δείχνουν ότι δεν πρέπει να στερούνται αντικειμενικών δεδομένων τα σενάρια περί αναβάθμισης της σχέσης ανάμεσα στην Μεγάλη Βρετανία και την Ε. Ε.