Καθώς τα χρόνια περνούσαν η Σαπφώ Νοταρά έκλεινε ολοένα και περισσότερο τον κύκλο της, περιορίζοντας τις επαφές της με παλιούς φίλους και συνεργάτες. Διάβαζε ατελείωτα και ζούσε μόνη σε ένα διαμέρισμα της Πλατείας Κουμουνδούρου, έχοντας ελάχιστους ανθρώπους κοντά της. Ένας από αυτούς ήταν και ο Γιάννης Τσαρούχης, με τον οποίο στη συνέχεια έγιναν καλοί φίλοι, όπως και με τον συγγραφέα Κώστα Ταχτσή. Μέχρι σήμερα παραμένει άγνωστος και ο «Καλός Σαμαρείτης», που την στήριζε οικονομικά και πλήρωνε το νοίκι της. Οι φήμες κάνουν λόγο για έναν νεαρό επιχειρηματία, τα στοιχεία του οποίου δεν έγιναν ποτέ γνωστά…
Από την δεκαετία του ’70 και μετά οι προτάσεις για συμμετοχές στο θέατρο ή το σινεμά σπάνιζαν, ενώ δεν πέρασε από την τηλεόραση, αλλά εμφανιζόταν ακόμη σε ραδιοφωνικές εκπομπές. Σταδιακά απομονώθηκε και έφτασε στο σημείο να πεθάνει μόνη και αβοήθητη μέσα στο σπίτι της, με τον κόσμο να αντιλαμβάνεται την απουσία της δυο μέρες μετά τον θάνατό της. Ήταν οι άνθρωποι ενός μαγειρείου στη γειτονιά της, από το οποίο έπαιρνε συχνά φαγητό που απόρησαν με το γεγονός ότι δεν είχε περάσει από εκεί, με αποτέλεσμα να ανησυχήσουν και να καλέσουν την αστυνομία. Όταν τα όργανα της τάξης έσπασαν την πόρτα του διαμερίσματός της, την βρήκαν ακίνητη στη συνηθισμένη της θέση, με ένα τσιγάρο στο χέρι και ένα βιβλίο παραδίπλα. Το ημερολόγιο έγραφε 13 Ιουνίου 1985 και η Σαπφώ Νοταρά είχε «φύγει» από την σκηνή της ζωής δύο ημέρες νωρίτερα, σε ένα άδοξο φινάλε δίχως χειροκρότημα.