Τα παιδικά μου χρόνια ήταν πολύ ευτυχισμένα. Ο παπούς με προστάτευε. Μ’ έπαιρνε μαζί του όπου κι αν πήγαινε. Όλα μάς διασκέδαζαν κι όλοι μάς ζήλευαν. Ήμουν η αγαπημένη του και ήταν παράδεισος να’ σαι η αγαπημένη του αγαπημένου τέκνου της Αθήνας. Ιδιαίτερα τις απόκριες. Τις Κυριακές της απόκριας, διασχίζαμε την Αθήνα μέσα σ’ ανοιχτό αμάξι κι ο άρχοντας της πόλης συναντούσε το λαό του. Κι εγώ ήμουν εκείνη που καθόταν δίπλα του. Αλλά πρώτα, μια μικρή πρόβα. Κάθισε ίσια, με αξιοπρέπεια, με σιγουριά. Υποκλίσου με χάρη, δεξιά, αριστερά. Πολύ καλά! Πάμε!
[….] Ας μην ξεχάσω τους σωματοφύλακες του παπού Σπύρου. Ήταν θαυμάσιοι και χρήσιμοι — η Ελλάδα, δόξα τω Θεώ ήταν πάντα θερμή χώρα και η συνεχής επανεκλογή του Μεγάλου Σπύρου, του δημιουργούσε μερικούς εχθρούς. Οι σωματοφύλακές του ήταν οι πρώτοι σύντροφοι μου στα παιχνίδια. Μ’ άφηναν να πιάνω τα πιστόλια τους και να φοράω τις σιδερένιες γροθιές τους…