Η κυβέρνηση του Ρίσι Σούνακ προετοίμασε τον νέο προϋπολογισμό, αλλά τα απόνερα του Brexit αφήνουν ακόμη τα σημάδια τους στη Μεγάλη Βρετανία.
Συγκεκριμένα, ο υπουργός Οικονομικών Τζέρεμι Χαντ είναι ο βασικός υπεύθυνος για τον νέο προϋπολογισμό, από τον οποίο περιμένουν πολλά οι Βρετανοί πολίτες, αλλά η Τράπεζα της Αγγλίας υπολογίζει ότι η έξοδος της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση (= Brexit) ευθύνεται για μείωση της παραγωγικότητας του Ηνωμένου Βασιλείου κατά 3% και ότι συμβάλλει στο εκρηκτικό κοκτέιλ των υψηλότερων τιμών και των πιο χαμηλών εισοδημάτων.
Δύο χρόνια μετά την αποχώρησή του από την ΕΕ, η Μεγάλη Βρετανία διαπιστώνει και βιώνει ακόμη τις συνέπειες. Το Brexit, που ψηφίστηκε έξι χρόνια νωρίτερα από τους Βρετανούς, συνεχίζει να έχει αρνητικές επιπτώσεις στο εξωτερικό εμπόριο της χώρας, έχει μακροπρόθεσμη αρνητική επίδραση στην παραγωγικότητα και σαφή υποχώρηση του εμπορίου σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Γηραιάς Ηπείρου.
Πλέον, η νέα συντηρητική κυβέρνηση του Σούνακ, που ήρθε στην εξουσία πριν από ένα μήνα, που πρέπει να αντιμετωπίσει τις καταστροφικές συνέπειες του Brexit.
Επιπλέον, ο προϋπολογισμός πρέπει να κινείται ουσιαστικά στον αντίποδα αυτού που παρουσίασε η προηγούμενη κυβέρνηση της Λιζ Τραζ, ο οποίος προέβλεπε ανώτατο όριο τιμής ενέργειας δύο ετών για τα νοικοκυριά, συνοδευόμενο από τεράστιες φορολογικές απαλλαγές. Ωστόσο, η απουσία ακριβών δημοσιονομικών στοιχείων για τη χρηματοδότηση αυτών των μέτρων προκάλεσε αρνητική αντίδραση των αγορών, πτώση της λίρας και άνοδο στα επιτόκια χρέους.
Έκτοτε, ο Σούνακ, ο πρώην υπουργός Οικονομικών του Μπόρις Τζόνσον, επέλεξε ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής λιτότητας, για να αποκαταστήσει την πολύτιμη εμπιστοσύνη των αγορών. Παρά τις φορολογικές αυξήσεις και τις περικοπές των δεκάδων δισεκατομμυρίων λιρών που κρίνονται αναγκαίες, προτεραιότητά του είναι η μείωση του χρέους, η διασφάλιση της σταθερότητας και η μείωση του πληθωρισμού προστατεύοντας παράλληλα τους πιο ευάλωτους, σύμφωνα με όσα υποστήριξε ο υπουργός Οικονομικών Τζέρεμι Χαντ, ο οποίος επαναλαμβάνει τη μεγαλύτερη συμμετοχή σε φόρους όσων έχουν υψηλότερα εισοδήματα.
Το πρόβλημα είναι προφανές, αφού η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να κινηθεί ουσιαστικά ανάμεσα σε δύο βάρκες: αφενός, στη λήψη περισσότερων μέτρων λιτότητας και, αφετέρου, στο αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης με την υψηλότερη φορολόγηση των μεγαλύτερων εισοδημάτων.