Lifestyle

«Θα ήθελα να ήμουν στην Τζαμάικα με μια 18αρα»

Τα 87 του χρόνια έκλεισε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και, όταν τον ρωτάνε, πού θέλει να πάει, απαντά αυθόρμητα: «Στη Τζαμάικα, με μια 18αρα κούκλα στο πλάι μου».

Μόνο ο Λευτέρης Παπαδόπουλος έχει σπουδαιολογήσει στον προσήκοντα βαθμό τα κυριακάτικα μπινελίκια που έχουμε ρίξει στης Φιλαδέλφειας τα μέρη, κάτι κυριακάτικα απομεσήμερα, περιμένοντας τους εχθρούς που χάνανε από τη Δεκελείας. Μέχρι και άρθρα για τα ανιδιοτελή παιδιά της Σκεπαστής έχει γράψει στα καθωσπρέπει Νέα. Για τα ίδια και για τα ευφάνταστα συνθήματά τους. Μέχρι τις άκρες των δακτύλων του κιτρινόμαυρος ο Παπαδόπουλος.

Ίσως, να μη μπορούσε να κάνει κι αλλιώς με πατέρα από το Νοβοροσίσκ της Ρωσίας και μάνα καθαρίστρια από την Προύσα. Προσφυγομάνα η βυζαντινογέννητη. Και ο Παπαδόπουλος άτυχος σαν παιδί, πραγματικά άτυχος, πέφτει πάνω στο κύμα του μεγάλου λιμού του ’41. Η πείνα σφάζει άσχημα και οι λίγες σταφίδες και τα φασόλια μπλουμ είναι βάλσαμο, στην Αθήνα που ζει τον πιο δύσκολο χειμώνα της. Και ο έφηβος Παπαδόπουλος ζει μες στην καρδιά της πόλης, οδό Φωκαίας, κάτω από την πλατεία Βικτωρίας. Γερός μαθητής στο σχολείο. Συμμαθητής με τον Φασιανό, τον Γιανναρά, τον Θόδωρο Αγγελόπουλο.

Στα 18 του «ο γιος της καθαρίστριας» περνά το κατώφλι της Νομικής Αθηνών. Ανάγκη για δουλειά, όχι για το βούτυρο μα για το ψωμί. Κάνει το αθλητικό. Γράφει ωραία, στρωτά, ρέει το κείμενο και του αναθέτουν – τι άλλο; – το ελεύθερο. Πολλή δουλειά. Βάρδιες νυχτερινές. Μα πάντα χρόνος για διάβασμα, πριν αρχίσει να σκαρώνει τα πρώτα τετράστιχα. Έχει ευθυκρισία. Δεν τον τυφλώνει το αριστερό πρόσημο των ιδεών του. Διακρίνει το άξιο λόγου από το ευτελές παντού, σε όλους τους χώρους, σε όλα τα πρόσωπα, χωρίς παρωπίδες, αν και έχει την τάση να συσπάται και να διαστέλλεται πίσω από το λαϊκισμό του, που λέμε σήμερα.

Κι εάν και θα μπορούσε να κάνει την κύρια, τη μεγάλη του πορεία στη δημοσιογραφία, ξεχύνεται στη στιχουργία. Από αυτήν γίνεται γνωστός πιο πλατιά. Και αυτή τον πληροί. Κι όχι, δεν είναι χύδην συναίσθημα το στιχουργικό έργο του Παπαδόπουλου, όπως θα περίμενε κανείς. Έχει μάθει να τηρεί τους χρόνους, την αυστηρότητα που του δίδαξε η θητεία του στον γραπτό δημοσιογραφικό λόγο της εποχής. Και έχοντας κάνει φύλλο – φτερό, την ελληνική ποίηση (πότε προλαβαίνει;), ο Λευτέρης Παπαδόπουλος γράφει τους πρώτους στίχους. Η «άπονη ζωή». Ο Ξαρχάκος. Η αναγνώριση της στιχουργικής του δεξιότητας. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είναι ήδη ευτυχής, κι ας μην έχει τριανταρίσει.

Με όλους τους συνθέτες συνεργάζεται ο Παπαδόπουλος.

Τον Ξαρχάκο. Τον Κουγιουμτζή. Τον Λοίζο. Τον Πλέσσα. Τον Καλδάρα. Τον Θεοδωράκη. Τον Νικολόπουλο. Και με όλους έχει μια συνεργασία αγαστή και τις περισσότερες φωνές, ανθρώπινη, ζεστή. «Είμαι ένας πολύ ευάλωτος άνθρωπος», εξομολογείται ο αθυρόστομος Παπαδόπουλος. «Είναι κάτι σαν την άμυνά μου όλο αυτό που βλέπετε». Και πάντα ερωτευμένος με τις γυναίκες. Τις λατρεύει τις γυναίκες. Τις αγαπά και τις σέβεται. Στα πιο εσωτερικά του τραγούδια είναι φως – φανάρι αυτή η ανυπόκριτη αγάπη και ο σεβασμός ο βαθύς για τη γυναίκα. Τα 87 του χρόνια έκλεισε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και, όταν τον ρωτάνε, πού θέλει να πάει, απαντά αυθόρμητα: «Στη Τζαμάικα, με μια 18αρα κούκλα στο πλάι μου».

Τα ίδια ονειροπολήματα έκανε και με τον επιστήθιο φίλο του, με αυτόν που έγραψε τα ωραιότερα τραγούδια του και εύκολα μπορείτε να τα βρείτε στο διαδίκτυο, με τον Μάνο Λοίζο. Την «τεμπέλα» όπως του άρεσε να τον πειράζει ο εργατικότατος πρόεδρος των Λευτεριστών. «Να μας στέλνανε», διηγείται την ιστορία του με τον Λοίζο, «οι γυναίκες μας για λουκάνικα από το μπακάλη και εμείς, λέει, να την κάναμε, να φεύγαμε ταξίδια μακρινά ως τη Τζαμάικα».

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο