Ο πρόεδρος των ΗΠΑ ανακοίνωσε ότι οι δίαυλοι επικοινωνίας ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα παραμένουν πάντοτε ανοιχτοί για να αποφευχθεί ο εκφυλισμός της κατάστασης, στην οποία βρίσκονται οι σχέσεις μεταξύ των δύο μεγαλύτερων δυνάμεων του πλανήτη.
Η δήλωση του Τζο Μπάιντεν, που μεταδίδεται από όλα τα μέσα ενημέρωσης, έγινε την τελευταία ημέρα της συνόδου κορυφής της Ένωσης των Κρατών της Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAΝ), στην Καμπότζη, εκπέμποντας ένα μήνυμα αποκλιμάκωσης των εντάσεων.
Ο Μπάιντεν, ο οποίος πρόκειται να συναντήσει τον Κινέζο ομόλογό του Σι Τζινπίνγκ τη Δευτέρα στο περιθώριο της συνόδου κορυφής της G20 στην Ινδονησία τόνισε τη σημασία της ειρήνης στα στενά της Ταιβάν και τη διασφάλιση της ελεύθερης ναυσιπλοΐας στη θάλασσα της Νότιας Κίνας.
Η ανακοίνωση του Λευκού Οίκου τονίζει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες «θα ανταγωνιστούν με δυναμικό τρόπο (…) διατηρώντας ανοικτές τις γραμμές επικοινωνίας και διασφαλίζοντας ότι ο ανταγωνισμός δεν θα καταλήξει σε σύγκρουση».
Παράλληλα, η αμερικανική προεδρία χαρακτηρίζει τον πόλεμο που συνεχίζει να διεξάγει η Ρωσία στα εδάφη της Ουκρανίας ως βίαιο και άδικο.
Παρά τις διαβεβαιώσεις, όμως, της αμερικανικής πλευράς, όσο καλοπροαίρετο χαρακτήρα και αν έχουν, υπάρχει μια δέσμη διαφορών ανάμεσα στις δύο πιο ισχυρές πλανητικές δυνάμεις, που καθιστά την αναγγελθείσα ανακωχή σαν ένα διάλειμμα στις ταραγμένες σχέσεις Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο Αμερικανός Πρόεδρος καταδίκασε και σήμερα ως «βίαιο και άδικο» τον πόλεμο εναντίον των Ουκρανών. Η διαφορά υπήρχε και παραμένει και, εκτός απροόπτου, θα εξακολουθήσει να υφίσταται και μετά την αυριανή συνάντηση των δύο ηγετών. Για τους Αμερικανούς και, ιδιαίτερα, για τους εκλογικά αναβαπτισμένους Δημοκρατικούς, η «γραμμή» είναι ξεκάθαρη και σκληρή, παρά τον φιλελεύθερο τόνο της: κυρώσεις του δυτικού κόσμου εναντίον των Ρώσων. Η Κίνα δεν έχει αλλάξει στάση απέναντι στον πόλεμο, εξακολουθώντας να ακολουθεί μια πολιτική, η οποία είναι ουσιαστικά μια πολιτική ευμενούς ουδετερότητας και προτάσεις για την έναρξη ειρηνευτικών συνομιλιών.
Προς την κατεύθυνση αυτή, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, ο οποίος εκπροσωπεί τον πρόεδρο Β. Πούτιν στις συνόδου κορυφής, κατηγόρησε και σήμερα τη Δύση ότι στρατιωτικοποιεί τη Νοτιοανατολική Ασία γιατί επιθυμεί να μετατρέψει την περιοχή αυτή σε χώρο διεξαγωγής γεωπολιτικών αναμετρήσεων.
Η «φωτογράφηση» αυτή από την πλευρά της Ρωσίας αφορά, πρώτα και κύρια, την Ταιβάν. Σε αυτήν μαίνεται μια διαμάχη ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα, με την πρώτη να υποστηρίζει ανοιχτά τη διαδικασία πλήρους ανεξαρτητοποίησης του νησιού από το Πεκίνο και με την Κίνα να επιβεβαιώνει με κάθε ευκαιρία ότι δεν θα επιτρέψει ανεξαρτητοποίηση της Ταιβάν.
Ο Μπάιντεν έχει επανειλημμένως ερωτηθεί για το ενδεχόμενο στρατιωτικής επέμβασης για την υπεράσπιση της Ταιβάν σε περίπτωση κινεζικής επίθεσης και έχει απαντήσει καταφατικά, προκαλώντας τομές και ασυνέχειες με την αμερικανική πολιτική της λεγόμενης «στρατηγικής ασάφειας». Κι αυτή η μετατόπιση μεταφράζεται σε παροχή βοήθειας προς την Ταιβάν, προκειμένου αυτή να οικοδομήσει και να ενισχύσει τις άμυνές της.
Αυτό, ωστόσο, που κάνει τη σημερινή ημέρα να μοιάζει ακόμη περισσότερο με αναβολή της σύγκρουσης, είναι η ανάγκη εξάπλωσης της κυριαρχίας της κινεζικής δύναμης. Στο πρόσφατο συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος, ο πρόεδρος Σι ήταν σαφής, μιλώντας για τη μετάβαση από την εποχή της παλινόρθωσης στην εποχή της κυριαρχίας. Και κυριαρχία για τη δεύτερη δύναμη στον κόσμο σημαίνει, όπως ωμά έχει επισημάνει ο Σι Τζινπίνγκ, σημαίνει επέκταση, καίτοι αυτό το εγχείρημα προσκρούει, πριν από όλα, στο τείχος που έχει έγκαιρα υψώσει η Δύση.