Οι Ηνωμένες Πολιτείες αφαιρούν το καθεστώς της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς από τη Ρωσία. Άμεσος στόχος της κίνησης αυτής είναι η φορολόγηση των εισαγόμενων ρωσικών προϊόντων.
Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο των κυρώσεων κατά του πολέμου στην Ουκρανία αλλά και του πληθωρισμού, η Ουάσιγκτον θα εφαρμόσει υψηλότερους δασμούς αντιντάμπινγκ για τα ρωσικά προϊόντα. Η Μόσχα έλαβε καθεστώς οικονομίας της αγοράς το 2002, το οποίο ήταν ένα βασικό βήμα για την ένταξη της Ρωσίας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) το 2012.
Αυτό είναι ένα ακόμη πλήγμα για την αποδυνάμωση της ρωσικής οικονομίας από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία. Μετά τις εξαγωγές υδρογονανθράκων, στις οποίες βασίζεται σε μεγάλο βαθμό η ρωσική οικονομία, οι Ηνωμένες Πολιτείες στοχεύουν πλέον όλα τα προϊόντα που εισάγονται από τη Ρωσία.
Η Ουάσιγκτον παραχώρησε καθεστώς οικονομίας αγοράς στη Μόσχα το 2002, το οποίο ήταν ένα βασικό βήμα για την ένταξη της Ρωσίας στον (ΠΟΕ) το 2012.
Η Ουάσιγκτον αποφάσισε να μην αντιμετωπίζει πλέον τη Ρωσία ως οικονομία της αγοράς, όπως ανακοίνωσε το υπουργείο Εμπορίου. Ως αποτέλεσμα, η Μόσχα χάνει ένα καθεστώς που χορηγήθηκε πριν από δύο δεκαετίες, το οποίο περιόριζε τους τελωνειακούς δασμούς που επιβλήθηκαν στα εισαγόμενα ρωσικά προϊόντα. Χωρίς αυτό το καθεστώς, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα είναι επομένως ελεύθερες να εφαρμόζουν πολύ υψηλότερους τελωνειακούς δασμούς.
Η Ρωσία έχει ΑΕΠ ισοδύναμο με αυτό της Ισπανίας και η οικονομία της έχει διαφοροποιηθεί μετά την πτώση της ΕΣΣΔ. Συνεπώς, το μέτρο θα επηρεάσει αναπόφευκτα οικονομικούς τομείς της ρωσικής οικονομίας.
Το υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ αναφέρει χαρακτηριστικά σε ανακοίνωσή του ότι «αυτή η απόφαση δίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες τη δυνατότητα να εφαρμόσουν την πλήρη ισχύ του νόμου αντιντάμπινγκ των ΗΠΑ για την αντιμετώπιση των στρεβλώσεων της αγοράς που προκαλούνται από την αυξανόμενη παρέμβαση της ρωσικής κυβέρνησης στην οικονομία της».