Η ενεργειακή κρίση θα ήταν σχεδόν αμελητέα αν είχε γίνει γρηγορότερα η πράσινη μετάβαση στην ενέργεια. Η Ελλάδα έχει μια ιδιαίτερη προίκα γιατί έχει εγχώριες πηγές ενέργειας. Εδώ και 15 χρόνια λέω ότι θα έπρεπε να κάνουμε προσπάθεια να προσανατολιστούμε στα εγχώρια “καύσιμα”. Εθνική ενεργειακή ανεξαρτησία με πάνω από 80% εξάρτηση του ενεργειακού μας ισοζυγίου από ενεργειακές εισαγωγές, και μάλιστα από ρυπογόνα συμβατικά καύσιμα, όπως τα εισαγόμενα πετρέλαιο και φυσικό αέριο, είναι μάλλον μια δραματική αντίφαση στις σημερινές συνθήκες. Η Ελλάδα έχει πολύ υψηλότερο δείκτη εξάρτησης από τις εισαγωγές ενέργειας από ό,τι η Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολό της. Σύμφωνα με τη Eurostat ο δείκτης εξάρτησης το 2020 ανερχόταν για την Ελλάδα στο 81,4%, έναντι 57,5% στην Ε.Ε.
Η παρούσα κατάσταση στην αγορά ενέργειας δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με έκπληξη. Παρόμοια φαινόμενα έχουμε ξαναζήσει με τον ΟΠΕΚ και το πετρέλαιο από τη δεκαετία του 1970 και του 1980 και τη δεκαετία του 2000, ίσως και χειρότερα από ό,τι έχουμε τώρα και πιο διεθνοποιημένα. Τι είχε συμβεί τότε; Σχεδόν όλες οι χώρες που παρήγαγαν ορυκτά καύσιμα είχαν αποφασίσει να περιορίσουν την παραγωγή για να ανεβάσουν πολύ τις τιμές. Τώρα συμβαίνει μία από τα ίδια. Δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει.
Η πράσινη μετάβαση στην ενέργεια στηρίζεται σε ένα απλό και αλληλοσυμπληρούμενο στρατηγικό «τρίπολο», σε τρεις κεντρικούς πυλώνες: στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), στις Διασυνδέσεις και στην Αποθήκευση. Η ταχύρρυθμη ανάπτυξη των φθηνών και περιβαλλοντικά φιλικών ΑΠΕ δεν είναι συνεπώς από μόνη της αρκετή. Απαιτείται η ταυτόχρονη και ισόρροπη ανάπτυξη και των δύο άλλων στρατηγικών «πόλων» ή πυλώνων που ανέφερα: αφενός της αποθήκευσης ενέργειας, με εγκαταστάσεις μεγάλης κλίμακας (κυρίως μεγάλων υδροηλεκτρικών και αντλησιοταμιευτικών έργων, για τα οποία στη χώρα μας υπάρχει σημαντικότατη κατασκευαστική εμπειρία και τεράστια εγχώρια προστιθέμενη αξία), έτσι ώστε η ενέργεια που παράγεται από τις «στοχαστικές» (κυμαινόμενης παραγωγής) ΑΠΕ να αποθηκεύεται σε περιόδους χαμηλής ζήτησης και να αποδίδεται σε ώρες αιχμής στο ηλεκτρικό σύστημα, όταν και είναι πιο πολύτιμη και φθηνή για τον τελικό καταναλωτή.
Αφετέρου, των ηλεκτρικών διασυνδέσεων μεταξύ κρατών, αλλά και στο εσωτερικό μιας χώρας (π.χ. μεταξύ των νησιών μας και της ηπειρωτικής Ελλάδας), έτσι ώστε η ενέργεια ΑΠΕ που παράγεται σε ευνοϊκές τοποθεσίες (ή χώρες), με πλούσιες πράσινες πρώτες ύλες (νερό, ήλιο και άνεμο), να μεταφέρεται στα κέντρα κατανάλωσης με ασφάλεια και με το χαμηλότερο δυνατό κόστος. Η Κρήτη για παράδειγμα ακόμη δεν έχει διασυνδεθεί. Το 2007 είχαμε προτείνει να γίνει διασύνδεση και είχε απορριφθεί. Έχουμε φτάσει στο 2022, υπάρχουν μελέτες από το 2009 και ακόμη δεν έχει διασυνδεθεί.
Υποκρισία στην ανάπτυξη των ΑΠΕ και την προστασία του περιβάλλοντος
Σε όλα τα επίπεδα της δημόσιας διοίκησης και των τοπικών αρχών βλέπουμε να διυλίζεται ο κώνωπας και να καταπίνεται η καμήλα. Για παράδειγμα, οι ίδιοι δήμαρχοι που λειτουργούν παράνομες χωματερές με επικίνδυνα απόβλητα στα δάση και στα ποτάμια των χωριών τους, που κλείνουν τα μάτια στην παράνομη δόμηση και στα αυθαίρετα πάνω στον αιγιαλό των νησιών τους, κηρύσσουν ανένδοτο αγώνα ενάντια στις ανεμογεννήτριες.
Τα αιολικά πάρκα, ενώ είναι η πιο παραγωγική μορφή ανανεώσιμης ενέργειας, έχουν τεθεί υπό διωγμό. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι οι τραγικές πυρκαγιές σε όλη την Ελλάδα, κυρίως στην κεντρική και βόρεια Εύβοια το 2021. Κάηκαν ατελείωτες δασικές εκτάσεις και ποια ήταν η αντίδραση όλου του πολιτικού κόσμου; Να απαγορευτούν οι ανεμογεννήτριες. Ποια λογική ανάλυση υπαγορεύει ότι όταν καίγεται ένα δάσος, που εν πολλοίς μπορεί να οφείλεται και στην κλιματική καταστροφή, πρέπει να απαγορευτεί η εγκατάσταση ανεμογεννητριών; Ο μεγαλύτερος φύλακας ενός δάσους είναι ο ιδιοκτήτης της ανεμογεννήτριας. Τη φυλάει σαν κόρη οφθαλμού, να μην γίνει πυρκαγιά για να μην χάσει την επένδυσή του. Εδώ βλέπετε και την υποκρισία που μας διακρίνει όλους μας, με πρωτοπόρο την τοπική αυτοδιοίκηση. Ήμασταν επιπόλαιοι και μυωπικοί. Ήμασταν οπαδοί των οπαδών μας, χαϊδεύαμε κάποιους θορυβώδεις επικριτές των ΑΠΕ ενώ θα έπρεπε να υπάρχει σωστή ενημέρωση από πολιτικούς, ΜΜΕ, τι σημαίνει να έχεις ενέργεια παραγόμενη στη χώρα σου παρά να χρειάζεται να την κυνηγάς και να την πληρώνεις πανάκριβα σε άλλες χώρες.
Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι επενδύσεις στον τομέα της παραγωγής και αποθήκευσης συγκεκριμένων τεχνολογιών καθαρής ενέργειας (υδροηλεκτρικά, αντλησιοταμίευση, χερσαία και θαλάσσια αιολικά) προσφέρουν υψηλή εγχώρια προστιθέμενη αξία και πολλαπλασιαστική επίδραση στην οικονομία, γιατί αυτές δημιουργούν χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας στην Ελλάδα κι όχι τα εμβάσματα σε χώρες-παραγωγούς ορυκτών καυσίμων.
Είναι λοιπόν κρίσιμο να μπει ένα τέλος σε αυτή την υποκρισία, αλλά και να επιταχυνθούν οι όποιες προσπάθειες και νομοθετικές πρωτοβουλίες, γιατί ήδη έχουμε υστερήσει επί τουλάχιστον δέκα χρόνια, αν όχι παραπάνω.
Χωρίς αμφιβολία, η κατάρτιση και ψήφιση, έστω και με τεράστια χρονική καθυστέρηση μιας ολόκληρης δεκαετίας, ενός θεσμικού πλαισίου για διάφορες πτυχές της ανάπτυξης και των συναφών τεχνολογιών ΑΠΕ είναι ένα θετικό πρώτο βήμα. Όμως, είναι μόνο αυτό που λέει η λέξη, ένα πρώτο βήμα, μια αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για την ταχύρρυθμη και αποδοτική για τη χώρα μας ανάπτυξη των ΑΠΕ. Για παράδειγμα το 2010 κι ενώ είχαν δρομολογηθεί σημαντικές ιδιωτικές επενδύσεις στα θαλάσσια αιολικά πάρκα από Έλληνες και διεθνείς επενδυτές, που θα είχαν πολλαπλασιαστικά οφέλη για την ελληνική οικονομία και την ελληνική βιομηχανία, με μία ακατανόητη απόφαση πάγωσε κάθε δραστηριότητα στον τομέα. Βρισκόμαστε σήμερα, 12 χρόνια μετά, ακόμα στο ίδιο σημείο. Και κατά τη δική μου άποψη δεν θα έχει εγκατασταθεί κανένα υπεράκτιο αιολικό πριν το 2030.
Η πράσινη μετάβαση δεν είναι μια εναλλακτική προσέγγιση που μπορούμε και να μην την υιοθετήσουμε. Η πράσινη μετάβαση είναι μονόδρομος απέναντι στο αδιανόητο κόστος (ανθρώπινο, περιβαλλοντικό και οικονομικό) του επαπειλούμενου κλιματικού ολέθρου, δείγματα του οποίου έχουμε ήδη αρχίσει να βλέπουμε και στη χώρα μας και διεθνώς. Πάλι θα χρησιμοποιήσω τα τελευταία επίσημα στοιχεία της Eurostat. Σύμφωνα με αυτά, η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη θέση της ΕΕ όσον αφορά το ύψος των ετήσιων οικονομικών απωλειών που της προκαλεί το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής, με το σχετικό δείκτη να είναι για τη χώρα μας στα € 91/κάτοικο/έτος, όταν ο μέσος όρος της ΕΕ είναι στα € 27/κάτοικο/έτος.