Νέα φόρμουλα αναζητείται για το πολυαναμένο έργο των ηλεκτρονικών διοδίων που θα κάνουν πραγματικότητα τη χρέωση με το χιλιόμετρο στους ελληνικούς αυτοκινητόδρομους. Το έργο για τα ηλεκτρονικά διόδια, εκτιμώμενου συνολικού προϋπολογισμού περί τα 300 εκατ. ευρώ, έχει μεν ενταχθεί στο Ταμείο Ανάκαμψης, οι προβλέψεις όμως των συμβάσεων παραχώρησης φαίνεται πως θέτουν προσκόμματα στην υλοποίησή του.
Η πανευρωπαϊκή στροφή σε πιο πράσινες και καινοτόμες υποδομές φέρνει, σύμφωνα με πληροφορίες, πιο κοντά ένα νέο μοντέλο που πιθανώς θα συνδυάσει τα e-διόδια με την προώθηση της ηλεκτροκίνησης.
Το έργο των ηλεκτρονικών διοδίων μέσω ΣΔΙΤ ξεκίνησε να προετοιμάζεται στα τέλη του 2019, οπότε το Συμβούλιο της Επικρατείας τράβηξε χειρόφρενο στον πρώτο διαγωνισμό, που είχε προκηρύξει η προηγούμενη κυβέρνηση. Ο σχεδιασμός του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών εντάχθηκε στο εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης, με 65 εκατ. ευρώ, στοχεύοντας στην ανάπτυξη ενός δίκαιου, διαφανούς και φιλικού μηχανισμού χρέωσης για όλους τους χρήστες των αυτοκινητοδρόμων της χώρας.
Μια δύσκολη εξίσωση
Το ιστορικό όμως όλων των μέχρι σήμερα προσπαθειών προς την καθιέρωση ενός ενιαίου και αναλογικού συστήματος χρέωσης βάσει της διανυθείσας χιλιομετρικής απόστασης έχει δείξει ότι δεν πρόκειται για μια εύκολη υπόθεση. Ακόμη και για την καθιέρωση του ενιαίου πομποδέκτη στους παραχωρημένους αυτοκινητόδρομους της χώρας, που ως ιδέα φάνταζε μάλλον προφανής, χρειάστηκε μακρά διαπραγμάτευση με τους παραχωρησιούχους. Ενώ απαιτήθηκε και τεχνολογική «διέξοδος» στην οποία συνέβαλε το Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης.
Ο ενιαίος πομποδέκτης επέτρεψε, πριν δύο χρόνια, στον οδηγό, χρησιμοποιώντας ένα και μοναδικό e-pass να ταξιδεύει από άκρη σε άκρη της χώρας, ενώ ως τότε αναγκαζόταν να αλλάζει μέχρι και τρεις πομποδέκτες για μία διαδρομή. Πάντως το πρώτο βήμα προς μια πιο δίκαιη χρέωση έγινε, στα τέλη του 2020, με το υβριδικό σύστημα διοδίων της Ολυμπίας Οδού, που αποτελεί τον πιλότο για ολόκληρη τη χώρα.
Όσο για τον διαγωνισμό που προκηρύχθηκε από την προηγούμενη ηγεσία του υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών, τον Απρίλιο του 2018, οι παραχωρησιούχοι είχαν εκφράσει τότε σοβαρές επιφυλάξεις όχι μόνο ως προς το τεχνικό αντικείμενο, αλλά και ως προς αυτή καθ’ αυτή τη δυνατότητα εφαρμογής του. Δεδομένου ότι οι παραχωρησιούχοι έχουν τόσο το δικαίωμα είσπραξης των διοδίων, όσο και την ευθύνη για τη λειτουργία τους, θα απαιτείτο τροποποίηση των υφιστάμενων συμβάσεων, γεγονός που πιθανώς έθετε υπό αμφισβήτηση τη βιωσιμότητά τους.
Ακόμη και τα πιστωτικά ιδρύματα είχαν εξαρχής προειδοποιήσει ότι η εφαρμογή του νέου ανοιχτού ηλεκτρονικού συστήματος διοδίων θα αλλάξει τη διαδικασία είσπραξης εσόδων, από τα οποία εξυπηρετείται και ο τραπεζικός δανεισμός. Για αυτό και οι όποιες αλλαγές, θα έπρεπε να σχεδιαστούν προσεκτικά και να συμφωνηθούν από όλα τα μέρη, δηλαδή εταιρείες παραχώρησης, πιστωτές και Δημόσιο, ώστε να μην διαταραχθεί η οικονομική ισορροπία των έργων. Συμφωνία που
Τελικά, ο πρώτος εκείνος διαγωνισμός, ο οποίος με κόστος 400,63 εκατ. ευρώ είχε χαρακτηριστεί από πολλούς φαραωνικός, έληξε άδοξα. Αν και η προηγούμενη κυβέρνηση ανέδειξε, λίγες ημέρες πριν τις εκλογές, προσωρινό ανάδοχο, η αυλαία έπεσε λίγο πριν κλείσει το 2019, με απόφαση του ΣτΕ.
Νέος σχεδιασμός στις ράγες
Σύμφωνα με πληροφορίες του ot.gr, επί του παρόντος σχηματοποιείται από το Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών ένας νέος σχεδιασμός για την υλοποίηση του συστήματος των ηλεκτρονικών διοδίων. Το «κλειδί» σε αυτόν τον πρώιμο ακόμα σχεδιασμό βρίσκεται στις επενδύσεις που θα πρέπει να κάνουν οι παραχωρησιούχοι σε υποδομές φόρτισης, κυρίως ταχυφορτιστές.
Προκειμένου να επιταχυνθεί η διείσδυση της ηλεκτροκίνησης εξετάζεται μια συνδυαστική φόρμουλα, η οποία περιλαμβάνει κίνητρα ώστε οι ιδιώτες να επενδύσουν περισσότερο και πιο άμεσα στις «πράσινες» υποδομές ηλεκτροφόρτισης, εγκαθιστώντας παράλληλα κι ένα ηλεκτρονικό σύστημα αναλογικής χρέωσης διοδίων. Το κίνητρο θα μπορούσε, για παράδειγμα, να είναι η επέκταση των συμβάσεων παραχώρησης, ένα πρότζεκτ που φυσικά προϋποθέτει τη σύμφωνη γνώμη της Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Εκτιμάται δε πως ο νέος σχεδιασμός έχει μπροστά μία διετία, προκειμένου να μπει σε τροχιά υλοποίησης.
Βεβαίως, υπό τις παρούσες συνθήκες, τα πρώτα αυστηρά ορόσημα του έργου, όπως προβλέπονται στο Ταμείο Ανάκαμψης, θα έπεφταν εκτός, αφού τοποθετούσαν τη συμβασιοποίηση του έργου το δεύτερο τρίμηνο του 2023. Αυτό, σύμφωνα με τον κυβερνητικό σχεδιασμό για το 2022, θα σήμαινε την κατάθεση δεσμευτικών προσφορών κατά το τέταρτο τρίμηνο του έτους, σενάριο και πάλι αισιόδοξο, εάν αναλογιστεί κανείς τους χρόνους με τους οποίους προχωρούν οι διαγωνιστικές διαδικασίας στη χώρα.