Μήνυμα πως η Ελλάδα θωρακίζεται, παίρνει πρωτοβουλίες, αναπτύσσει σχέσεις με παραδοσιακούς και νέους εταίρους και δεν αντιδρά απλώς στην τουρκική πολιτική, καθώς και ότι όλες οι σχέσεις που οικοδομεί εδράζονται στο Διεθνές Δίκαιο, στέλνει ο υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Δένδιας, με συνέντευξή του στην εφημερίδα Real News.
Ο υπουργός κάνει λόγο για πρωτοφανή κλιμάκωση του αναθεωρητισμού και της εθνικιστικής ρητορικής από την Τουρκία, καθώς και για συστηματική παραβατική συμπεριφορά, ενώ διαμηνύει πως ο εποικοδομητικός διάλογος είναι πάντα ευκταίος, αλλά μπορεί να επιτευχθεί υπό έναν απαράβατο όρο, τον σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου, υπογραμμίζοντας την ανάγκη διατήρησης ανοικτών διαύλων επικοινωνίας με την τουρκική πλευρά. Επισημαίνει πως ο ίδιος διατηρεί κοινωνικές επαφές με τον Τούρκο ομόλογό του, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, και εφόσον παραστεί ανάγκη, υπάρχει πάντα η δυνατότητα επικοινωνίας. «Αλλά αυτό δεν είναι επαρκές για έναν νοήμονα και αποτελεσματικό διάλογο. Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι η τουρκική πλευρά, με δική της υπαιτιότητα, έχει σταματήσει όλες τις θεσμοθετημένες επαφές, σε όλα τα επίπεδα», τονίζει.
Απαντώντας σε ερώτηση εάν ανησυχεί για ένα θερμό επεισόδιο ή μια προβοκάτσια από την Τουρκία, ο υπουργός Εξωτερικών αναφέρει ότι σε αυτό το πλαίσιο είναι εύλογο το ερώτημα και ο προβληματισμός για το ενδεχόμενο ενός «θερμού» επεισοδίου, μίας εσκεμμένης πρόκλησης ή και ενός «ατυχήματος», που υπό συνθήκες έντασης θα μπορούσε να λάβει απρόβλεπτες διαστάσεις. Πολλώ δε μάλλον, σημειώνει, «όταν δεν αναμένουμε ότι η ακραία αυτή ρητορική θα κοπάσει, καθ’ οδόν προς τις εκλογές στην Τουρκία». Αντιθέτως, εκτιμά ότι μπορεί να κλιμακωθεί. Υπό αυτό το πρίσμα, επαναλαμβάνοντας το μήνυμα που είχε στείλει κατά την επίσκεψη της Γαλλίδας υπουργού Εξωτερικών στην Αθήνα, υπογραμμίζει πως «νταηλίκια και απειλές δεν μας φοβίζουν».
Ερωτηθείς για το εάν σε ενδεχόμενο ενός επεισοδίου θα είμαστε μόνοι μας, ο κ. Δένδιας αναφέρει πως η «απάντηση είναι σαφώς αρνητική», σημειώνοντας παράλληλα ότι μία χώρα πρέπει και να μπορεί να αντεπεξέλθει με τις δικές της δυνάμεις, με την κατάλληλη προετοιμασία σε όλα τα επίπεδα, σε κάθε περίσταση. Συγκεκριμένα, παρατηρεί ότι όπως έδειξε περίτρανα η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ο αναθεωρητισμός και η προσπάθεια αλλαγής συνόρων διά της βίας είναι διεθνώς καταδικαστέα, αντιβαίνουν θεμελιώδεις κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, που αποτελεί το «ευαγγέλιο» της εξωτερικής πολιτικής μας.
Μάλιστα, τονίζει πως ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους μετέβη στο Κίεβο εν μέσω βομβαρδισμών ήταν ακριβώς για να επισημάνει τις ομοιότητες μεταξύ της ρωσικής πολιτικής έναντι της Ουκρανίας που κατέληξε στην εισβολή και της Τουρκίας έναντι ημών και να υπογραμμίσει ότι η τουρκική απειλή είναι υπαρκτή και δεν πρέπει να υποτιμάται από τους δυτικούς εταίρους μας. Ωστόσο, διακρίνει μία σημαντική διαφορά μεταξύ της Ελλάδας και της Ουκρανίας: «Η Ελλάδα είναι ισχυρή και επιπλέον καλύπτεται από τρεις συμφωνίες αμοιβαίας συνδρομής, στην περίπτωση που δεχθεί επίθεση». Όπως διευκρινίζει, η παλαιότερη προβλέπεται στη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αποτελεί υποχρέωση όλων των κρατών-μελών να βοηθήσουν μία χώρα που είναι θύμα επίθεσης και οι άλλες δύο προβλέπονται σε διμερείς συμφωνίες που υπέγραψε με τους ομολόγους του της Γαλλίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. «Καλυπτόμαστε και από μία τέταρτη συμφωνία, την παλαιότερη όλων, τη συνθήκη του ΝΑΤΟ. Βεβαίως, δεν μας καλύπτει από το ενδεχόμενο επίθεσης από την Τουρκία, αλλά είναι ξεκάθαρο ότι οι λοιποί σύμμαχοι, αρχής γενομένης από τον στρατηγικό μας εταίρο, τις ΗΠΑ, θα κάνουν ό,τι είναι δυνατόν προκειμένου να μη διαρραγεί η συνοχή του ΝΑΤΟ», προσθέτει.
Επιπροσθέτως, ο υπουργός Εξωτερικών διακρίνει, μέσω της διαρκούς προσπάθειας και της συνεχούς ανάπτυξης των ελληνικών θέσεων, καθώς και της ανάδειξης των προκλήσεων που αντιμετωπίζουμε, επαναδιαμόρφωση στάσης των εταίρων. Ενδεικτικά, αναφέρει πως με τη Γερμανίδα ομόλογό του, Αναλένα Μπέρμποκ, έχει συναντηθεί τους τελευταίους πέντε μήνες τρεις φορές και διακρίνει πλέον μία κατανόηση της γερμανικής πλευράς όσον αφορά το τι αντιμετωπίζει η Ελλάδα στην Ανατολική Μεσόγειο. «Η αλλαγή αυτή δεν ήρθε από μόνη της. Είναι το αποτέλεσμα διαρκών επαφών που έχουμε αναπτύξει τα τελευταία χρόνια, ήδη και προ των γερμανικών εκλογών. Η πολιτική αυτή αποδίδει καρπούς», σημειώνει.