Διεθνή μέσα ενημέρωσης πληροφορούν ότι ο διαφαινόμενος θρίαμβος του Λούλα, υποψηφίου της Αριστεράς, ανατρέπεται από μια οριακή αλλά επαρκή επικράτηση του Μπολσονάρου, υποψηφίου της δεξιάς, ο οποίος θα επιτύχει, σε αυτήν την περίπτωση, την ολική επαναφορά, αφήνοντας ενεούς δημοσιογράφους και αναλυτές, ανεξαρτήτως ιδεολογικού προσανατολισμού.
Πιο συγκεκριμένα, κάπου 120 εκατομμύρια Βραζιλιάνοι φήφισαν και συνεχίζουν να ψηφίζουν για τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών σε ένα πολιτικό κλίμα εξαιρετικά τεταμένο μεταξύ του σημερινού δεξιού προέδρου Μπολσονάρου και του αριστερού υποψηφίου Λούλα.
Οι ψηφοφόροι ψηφίζουν χρησιμοποιώντας ηλεκτρονικές μηχανές ψηφοφορίας, ένα σύστημα που εισήχθη το 1996 και γενικεύτηκε στις αρχές της δεκαετίας του 2000, χωρίς αποδεδειγμένη απάτη μέχρι στιγμής, αλλά επικρίθηκε από τον νυν Πρόεδρο, ο οποίος αμφισβητεί, χωρίς αποδεικτικά στοιχεία, την εγκυρότητά του. Αυτές οι δηλώσεις εγείρουν φόβους ότι θα μπορούσε να αμφισβητήσει τα αποτελέσματα σε περίπτωση σημερινής ήττας, όπως έπραξε ο Ντόναλντ Τραμπ εναντίον του Τζο Μπάιντεν, τον Νοέμβριο του 2020 στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το πιο σημαντικό είναι ότι, με βάση τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, ο Λούλα συγκέντρωνε μέχρι την Παρασκευή ένα ποσοστό της τάξεως του 51 – 52% αφήνοντας πίσω του τον Μπολσονάρου με ποσοστό περίπου 48%, αλλά φαίνεται ότι ο νυν Πρόεδρος εξασφαλίζει την επανεκλογή του στο νήμα, καταφέρνοντας να υπερβεί το 50%.
Αν η σχετική πρόβλεψη επιβεβαιωθεί – η εκλογική κάλπη είναι πάντοτε σιωπηλή –, θα έχουμε την καθολική αντιστροφή των όρων της εκλογικής διαπάλης.
Αυτό το «εκλογικό θαύμα», το οποίο διαγράφεται και απομένει προφανώς να επαληθευθεί, θα σημαίνει μια ηχηρή νίκη του δεξιού έναντι του αριστερού λαϊκισμού. Δεν έχει άδικο ο Χρήστος Λυριτζής, πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όταν κάνει λόγο για «εννοιολογική χοάνη», αναφερόμενος στο νοηματικό περιεχόμενο της έννοιας του λαϊκισμού.
Πράγματι, η εν λόγω έννοια χρησιμοποιείται ευρέως, ιδιαίτερα από φιλελεύθερους κοινωνικούς επιστήμονες και φιλελεύθερους πολιτικούς. Η αναφορά στην αναλυτική κατηγορία του λαού αρκεί, πολύ συχνά, για να χαρακτηρισθεί απαξιωτικά κάποιος «λαϊκιστής» και, κατά προέκταση, ο λόγος του να εκληφθεί ως μη έγκυρος.
Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, το τοπίο είναι σαφώς πιο ξεκάθαρο, πιο αποσαφηνισμένο, και ο πολιτικός Μπολσονάρου μετέρχεται βασικά στοιχεία του λαϊκισμού. Κυρίως, σε σχέση με τον κανόνα, τους θεσμούς που πλαισιώνουν την πολιτική αντιπαράθεση και τους οποίους θέλει να ξεπεράσει, απευθυνόμενος άμεσα στον «περιούσιο βραζιλιάνικο λαό», αλλά και σε σχέση με το κράτος, μέσα από το οποίο επιχειρεί να διορίσει τους Βραζιλιάνους πολίτες και να εξυπηρετήσει επιχειρηματίες της χώρας του, οι οποίοι, σε ανταπόδοση, θα προβάλλουν αποκλειστικά το έργο του.
Από το λαϊκισμό στη λαϊκοκρατία
Η επίμαχη έννοια τείνει να παραχωρήσει τη θέση της στην λαϊκοκρατία (Peuplecracy), η οποία δύναται να ερμηνεύσει πληρέστερα την περίπτωση Μπολονσάρου, ενός τυπικού εκπροσώπου της λαϊκιστικής, ριζοσπαστικής και σκληρής δεξιάς.
Στο εξαιρετικό πόνημά τους, «Peuplecracy. The Metaorphosis of our Democracies», το οποίο εκδίδεται πριν από ελάχιστα χρόνια, αναλύεται κυρίως η πολιτική του Ματέο Σαλβίνι στη γειτονική Ιταλία από τους ερευνητές Ilvo Diamanti και Marc Lazar, οι οποίοι προβάλλουν την έννοια της «λαϊκοκρατίας».
Κατά την άποψή μας, η Βραζιλία υπό τον Μπολσονάρο είναι μια λαϊκοκρατία στο ανώτερο στάδιο της.
Τι εννοούμε με αυτό; Αφήστε τους δημιουργούς της έννοιας να μιλήσουν:
«Η λαϊκοκρατία προκύπτει από μια διπλή διαδικασία. Από τη μια, η άνοδος λαϊκιστικών κινημάτων και κομμάτων μέσω της επιρροής της μόλυνσης, η τροποποίηση των θεμελίων των δημοκρατιών μας. Οι λαϊκιστές αναφέρονται στον κυρίαρχο λαό που έρχονται να ειδωλοποιήσουν και να αγιάσουν. Ταυτόχρονα επιτίθενται στους πολιτικούς εκπροσώπους που τους χαρακτηρίζουν παραδοσιακούς και επιδίδονται σε απόκρυψη, έστω και σε ριζοσπαστική κριτική, των θεσμικών μορφών που οργανώνουν αυτή την ίδια λαϊκή κυριαρχία. Ο λαός […] αποτιμάται συστηματικά ως ομοιογενής οντότητα, φορέας της αλήθειας και θεωρείται θεμελιωδώς καλός, ειδικά σε αντίθεση με τις υποτιθέμενες ομοιογενείς ελίτ, πάντα απαξιωμένους, απαξιωμένους, απεχθή, μισητούς. Αυτός ο ανταγωνισμός – οι ενάρετοι άνθρωποι εναντίον αυτών των διεφθαρμένων ελίτ – έχει ένα εκρηκτικό αποτέλεσμα που είναι μετρήσιμο και ενισχύεται από τον ηχητικό πίνακα που συνθέτουν τα κοινωνικά δίκτυα».
Η λαϊκοκρατία, επομένως, δομείται μέσω λαϊκιστικού λόγου, που διαδίδεται ιδιαίτερα στα κοινωνικά δίκτυα.
Ο Μπολσονάρο, με άμεσο και οικείο ύφος, προσπαθεί μέσα από μια πραγματική πολιτική εγγύτητα που δημιουργήθηκε με τον πυρήνα του εκλογικού του στόχου, να χτίσει τα σύνορα της πραγματικότητας, να παράγει «ψευδείς ειδήσεις» με εμφανίσεις ψευδεπίγραφης αυθεντικότητας. Αυτή η ρητορική της «βίωσης της πραγματικότητας» είναι ένα κεντρικό στοιχείο του λαϊκισμού μπολσοναριστικού τύπου. Κατά την άποψή μας, η «ρητορική της εμπειρίας της πραγματικότητας» είναι ένα σχετικά ξεχασμένο θεμελιώδες στοιχείο στη μελέτη του λαϊκισμού.
Έτσι, ο Μπολσονάρου εμφανίζεται αντιελιτιστής. Επιτίθεται εναντίον όλων των πολιτικών και οικονομικών ελίτ, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό της χώρας. «Καβαλάει» αλόγιστα (ορθότερα: αυθόρμητα) το πληκτρολόγιο και «πυροβολεί» μέσω των social media εναντίον των πολιτικών αντιπάλων του, όλων των αντιπάλων αδιακρίτως. Οι επιθέσεις αφορούν σε ΜΚΟ, κυβερνήσεις και υπουργούς ξένων κρατών, υποσχόμενος έναν εθνικό και οικονομικό παράδεισο.
Τούτη η λαϊκοκρατία δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ελίτ και ελιτιστικές συμπεριφορές ή ότι δεν υπάρχουν πολιτικές αντιθέσεις και άνομα οικονομικά συμφέροντα. Όλα όμως τίθενται με τρόπους σκοπίμως στρεβλούς, προκειμένου να επιτευχθεί ο ατομικό σκοπός της ατομικής πολιτικής νίκης. Από ό,τι φαίνεται θα επιτευχθεί. Προς το παρόν, όμως.