Με τη λήξη του συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, ο “απόλυτος ηγέτης” της Κίνας Σι Τζινπίνγκ αναδύθηκε πιο ισχυρός από ποτέ. Εξασφαλίζοντας μια τρίτη πενταετή θητεία στην ηγεσία της χώρας, η εναπομείνασα εσωτερική αντιπολίτευση εκδιώχθηκε τελετουργικά από την αίθουσα του συνεδρίου. Η δε ισχυρή βάση του Σι ενέτεινε τις ανησυχίες της Δύσης, που περιμένει ότι η σκληρή προσέγγιση του Κινέζου ηγέτη όσον αφορά τις εδαφικές φιλοδοξίες της Κίνας θα αποκρυσταλλωθεί σύντομα σε μια στρατιωτική σύγκρουση εναντίον της Ταϊβαν, βασικό κρίκο στο στρατηγικής σημασίας “πρώτο νησιωτικό τόξο” του Ειρηνικού.
Η απειλή έχει υπερτιμηθεί. Παρότι οι εκπρόσωποι του Κόμματος υιοθέτησαν μια νέα αντι-ταϊβανέζικη ρητορική στον καταστατικό χάρτη του Κομμουνιστικού Κόμματος, η πραγματική ευκαιρία “εδαφικής κατάληψης” για την Κίνα βρίσκεται στον Βορρά, στη ρωσική Άπω Ανατολή, όπου εκατοντάδες χιλιάδες Ρώσοι πολίτες με κινεζικές ρίζες, παγιδευμένοι ουσιαστικά σε μια εξασθενημένη και “κούφια” δικτατορία, εξετάζουν τις επιλογές τους.
Η Ταϊβάν αποτελεί προφανή στόχο για την κινεζική στρατηγική εδαφικής επέκτασης, ωστόσο αποτελεί επίσης και “σκληρό καρύδι”. Αυτοδιοικούμενη από το 1949, η Ταϊβαν θεωρεί τον εαυτό της ανεξάρτητη χώρα, ενώ η Κίνα την αντιμετωπίζει ως επαναστατημένη επαρχία. Από την πλευρά του, ο Κινέζος πρόεδρος Σι περιμένει ότι η επανένωση θα υλοποιηθεί έως το 2049, χρησιμοποιώντας αυτήν την ημερομηνία-στόχο ως ώθηση για την πραγματοποίηση μαζικών στρατιωτικών μεταρρυθμίσεων και τον ταχύ εκσυγχρονισμό της χώρας. Ορισμένοι δυτικοί παρατηρητές φοβούνται ότι η Κίνα, που αντιμετωπίζει δημογραφικά και οικονομικά προβλήματα, έχει επιταχύνει το “χρονοδιάγραμμα” της επανένωσης, και ότι μπορεί να αναλάβει στρατιωτική δράση τα επόμενα χρόνια για την κατάληψη των επαναστατημένων εδαφών.
Κάτι τέτοιο είναι πιθανό. Αλλά εάν οι πρόσφατες προσπάθειες εδαφικής επέκτασης της Κίνας έχει διδάξει κάτι στους παρατηρητές της χώρας, είναι ότι ο επεκτατισμός της Κίνας είναι οπορτουνιστικού τύπου, με τους ηγέτες της να προτιμούν την επέκταση σε περιοχές που βρίσκονται υπό αμφισβήτηση ή υπό χαλαρή κτήση. Αντί να πολεμήσει, η Κίνα αρπάζει. Και καθώς οι δυνάμεις της Ρωσίας “ναρκοβατούν” στην Ουκρανία, το καλύτερο στρατηγικό πλεονέκτημα είναι να πιέσει στον Βορρά, κατά μήκος των άνω των 4.000 χλμ. συνόρων που έχει η Κίνα με τη Ρωσία, αρπάζοντας εδάφη εκεί.
Μια αέναη φιλία… με συνοριακές διαμάχες
Εν όψει της πανωλεθρίας της Ρωσίας στην Ουκρανία, το Πεκίνο και η Μόσχα διακήρυξαν τη μεταξύ τους “χωρίς όρια” φιλία. Αλλά και οι δύο χώρες ξέρουν καλά ότι οι συμφωνίες φιλίας είναι πολύ εύθραυστες. Λιγότερο από δύο δεκαετίες αφότου η Κίνα και η Σοβιετική Ένωση υπέγραψαν την τελευταία τους “συνθήκη φιλίας”, οι δύο χώρες ενεπλάκησαν σε μια σειρά έντονων συνοριακών συμπλοκών. Ο επεκτατισμός των Κινέζων εθνικιστών, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη και ελάχιστα καλυπτόμενη περιφρόνηση της Κίνας για την αδυναμία της Ρωσίας, θα μπορούσε να διαβρώσει την τρέχουσα επαναπροσέγγιση Ρωσίας και Κίνα εν ριπή οφθαλμού.
Τα αίτια για μια σύγκρουση έχουν βαθιές ρίζες. Κίνα και Ρωσία ξιφουλκούν και μάχονται για τα κοινά τους σύνορα επί αιώνες, ενώ η “επίσημη” επίλυση της διαμάχης, ως έχει τώρα, επετεύχθη μόλις το 2008. Στον βωμό μιας αιωνόβιας συνοριακής διαμάχης που προϋπάρχει της επίσημης εμφάνισης των δύο χωρών, η Κίνα θα μπορούσε εύκολα να ανατρέψει τρέχουσες συμφωνίες, απαιτώντας από τη Ρωσία την επιστροφή του Βλαδιβοστόκ καθώς και περίπου 60.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων πρώην κινεζικών εδαφών που κατέχει η Ρωσία από το 1860.
Παρά τις συμφωνίες που επισημαίνουν ότι όλα τα εκκρεμή ζητήματα έχουν διευθετηθεί, η Κίνα διατηρεί όλες τις επεκτατικές επιλογές της ανοικτές. Και εξακολουθεί να υποδαυλίζει αθόρυβα διεκδικητικές τάσεις που σιγοβράζουν. Το Βλαδιβοστόκ, το οποίο αποτελεί τη στρατιωτική και εμπορική πύλη της Ρωσίας στον Ειρηνικό Ωκεανό, η Κίνα συνεχίζει να το αποκαλεί με το παλιό κινεζικό όνομα της πόλης, Haishenwai, ή “κόλπο του αγγουριού”. Η κινεζική δυσαρέσκεια για συμφωνίες αιώνων που εγκαθίδρυσαν τα βόρεια σύνορα της Κίνας παραμένει έκδηλη σε ολόκληρη την κινεζική κοινωνία. Επί χρόνια δε, εικάζεται ότι η μεγάλη δημογραφική ανισορροπία μεταξύ της Κίνας και της ερημωμένης ρωσικής Άπω Ανατολής θα μπορούσε να ενθαρρύνει το Πεκίνο να “πιέσει” προς τον Βορρά.
Τα “θεμέλια” για μια εδαφική διεκδίκηση προς τον βορρά -αν και αδύναμα- σε μια ακόμη μεγαλύτερη περιοχή των εδαφών της ρωσικής Άπω Ανατολής, υπάρχουν. Τα ιστορικά αρχεία της Κίνας καταδεικνύουν ότι οι Κινέζοι εξερευνητές έφτασαν στην Αρκτική κατά τη διάρκεια της Δυναστείας των Τανγκ -αν όχι νωρίτερα-, κάτι που επιτρέπει στην Κίνα να αποδυναμώσει τα νόμιμα εδαφικά δικαιώματα της Ρωσίας. Ακόμη κι αν οι αξιώσεις είναι ενδεχομένως υπερβολικές, αποτελούν τροφή για σκέψη. Η απόκτηση ερείσματος -οποιουδήποτε ερείσματος- στα βόρεια του Αρκτικού Κύκλου επιτρέπει στην Κίνα να εγείρει επισήμως αξιώσεις ως Αρκτική δύναμη.
Η συγκυρία είναι σωστή
Η Κίνα, παγκοσμίως, έχει καταβάλει μεγάλη προσπάθεια να ελαχιστοποιήσει τις διαφορές μεταξύ της κινεζικής εθνότητας και της κινεζικής εθνικότητας. Καθώς η Άπω Ανατολή της Ρωσίας βυθίζεται σε οικονομική στασιμότητα, παραγκωνισμένη από τη ρωσική ελίτ της Μόσχας, πολλοί πολίτες της Ρωσίας, κινεζικής εθνότητας, θα μπορούσαν να μπουν στον πειρασμό να επαναξετάσουν την πίστη τους στο ρωσικό κράτος. Η αναγκαστική επανεγκατάσταση Ουκρανών στην περιοχή, άλλωστε, θα υποβαθμίσει περαιτέρω την κοινωνική ομοιογένεια της ασιατικής Ρωσίας.
Δημογραφικά, με μόνο δύο ή τρία άτομα ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο, η τεράστια έκταση της ασιατικής Ρωσίας είναι ουσιαστικά έρημη, έτοιμη για προσάρτηση και εύκολη εγκατάσταση. Όσοι Ρώσοι πολίτες παραμένουν εκεί, μεταναστεύουν, κατευθυνόμενοι δυτικά προς τα πιο ελκυστικά αστικά κέντρα της ευρωπαϊκής Ρωσίας. Σε λίγα χρόνια, απλώς δεν θα έχουν απομείνει και πολλοί Ρώσοι στα ανατολικά εδάφη της χώρας.
Πέρα από τις τεράστιες εκτάσεις ανοικτών εδαφών, η ασιατική Ρωσία είναι πλούσια σε φυσικούς πόρους, ικανή να τροφοδοτήσει την άνοδο της Κίνας τις επόμενες δεκαετίες. Και με την κλιματική αλλαγή, τα αφιλόξενα ανατολικά εδάφη της ασιατικής Ρωσίας μπορούν ακόμη και να ανθίσουν, μετατρέποντάς την στην πηγή “τροφοδοσίας” που χρειάζεται τόσο πολύ η Κίνα.
Με το στρατιωτικό γόητρο της Ρωσίας να έχει καταρρακωθεί, με τον ρωσικό στρατό να περιορίζεται στην “επαιτεία” για την προμήθεια στρατιωτικού υλικού από το Ιράν και μια ετερόκλητη ομάδα πρώην σοβιετικών κρατών, έχουν απομείνει ελάχιστα στο συμβατικό οπλοστάσιο της Ρωσίας για να αποτρέψει την κινεζική στρατιωτική επιθετικότητα. Ευρισκόμενη σε απόγνωση, η Ρωσία θέτει εκ νέου σε λειτουργία τα ίδιου τύπου άρματα μάχης Τ-62 που κατέσχεσε η Κίνα από τις ρωσικές συνοριακές δυνάμεις πριν από περίπου 50 χρόνια. Επιπλέον, για την Κίνα θα γίνεται όλο και πιο δύσκολο να κρύψει την περιφρόνησή της για τον στρατό της Ρωσίας.
Η ασιατική Ρωσία είναι έτοιμη για κατάληψη. Με μια επιδέξια εφαρμογή των προκλήσεων της Γκρίζας Ζώνης, μαζί με μια έξυπνη εκμετάλλευση του αντιρωσικού παγκόσμιου αισθήματος απέναντι στο καθεστώς Πούτιν, η Κίνα θα μπορούσε να αλλάξει “τα του πεδίου” γρήγορα, υπερβαίνοντας την πυρηνική αποτρεπτική δύναμη της Ρωσίας και αφήνοντας την καταρρακωμένη Μόσχα ουσιαστικά χωρίς άλλη επιλογή από την αποδοχή ενός εδαφικού τετελεσμένου γεγονότος. Τα επόμενα χρόνια, με τη Ρωσία σχεδόν άοπλη και ασταθή, ως κράτος-παρίας, η Κίνα θα μπορούσε να διεκδικήσει όλη τη Σιβηρία, από τη μια στιγμή στην άλλη, και κανείς δεν θα ήγειρε και πολλές αντιρρήσεις.
Η Ταϊβάν μπορεί να περιμένει
Η σύγχρονη Κίνα έχει μάθει ότι συχνά μπορεί κανείς να κερδίσει χωρίς να χρειαστεί να παλέψει. Σήμερα, ο απόλυτος ηγέτης της, Σι Τζινπίνγκ, έχει αρκετή δύναμη στα χέρια του για να επιδιώξει προκλητικές εδαφικές διεκδικήσεις. Από την άλλη πλευρά, η Κίνα ούτε χρειάζεται ούτε θέλει μια σύγκρουση η οποία, όπως η Ουκρανία, θα προκαλέσει παγκόσμια αντίσταση. Τα μαθηματικά απλώς δεν βγαίνουν. Η απογύμνωση μιας ετοιμοθάνατης Ρωσίας αποτελεί πολύ πιο αποδοτική “επένδυση” από μια βραχυπρόθεσμη σύρραξη στην Ταϊβάν στην παρούσα φάση.
Η Ρωσία δεν θα είναι ποτέ πιο αδύναμη από ό,τι σήμερα, ενώ από την άλλη τα πράγματα για την Ταϊβαν μπορεί κάλλιστα να αλλάξουν με την πάροδο του χρόνου.
Σίγουρα, μια απειλητική στάση απέναντι στην Ταϊβάν αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο. Η επιθετική αυτή στάση της κυβέρνησης ενώνει την Κίνα, ενώ η συνεχής στρατιωτική κινητικότητα προσφέρει καλή επιχειρησιακή ετοιμότητα στις κινεζικές δυνάμεις. Μια αξιόπιστη κινεζική απειλή προς την Ταϊβάν προσελκύει επίσης δυσανάλογα την προσοχή της Δύσης, αλλοιώνοντας τις προτεραιότητες των δυτικών κρατών και τις στρατιωτικές “επενδύσεις” τους. Στον ανταγωνισμό της Κίνας με τη Δύση, η Ταϊβάν αποτελεί έναν εξαιρετικά χρήσιμο αντιπερισπασμό, τροφοδοτώντας αφενός τις εμμονές της Αμερικής ενώ αποσπά παράλληλα τη στρατηγική εστίαση των ΗΠΑ σε άλλους κρίσιμους τομείς.
Εάν η Κίνα κινηθεί κατά της Ταϊβάν βραχυπρόθεσμα, μια διευρυμένη σύγκρουση είναι αναπόφευκτη. Αλλά, εάν η Κίνα αρπάξει εδάφη στον Βορρά, αποκτά πρόσβαση σε νέους φυσικούς πόρους, νέα αποθέματα, και μπορεί, με τη σειρά της, να καλλιεργήσει το αίσθημα της πληγωμένης χώρας περί “προφανούς πεπρωμένου” με πολύ, πολύ μικρό αντίτιμο. Ο Σι θα μπορούσε ακόμη και να λάβει απρόθυμα κάποιον διεθνή σεβασμό για τη συμβολή του στην απομάκρυνση ενός αδίστακτου Ρώσου ηγέτη από το τιμόνι της χώρας.
Μια κινεζική πίεση για την ανάκτηση της ασιατικής Ρωσίας έχει λογική. Η Ταϊβάν θα φέρει στην Κίνα μόνο διαμάχες, ενώ η εκδίωξη της Ρωσίας από την Ασία ανοίγει πιο προσοδοφόρους δρόμους στο πεινασμένο και με επεκτατικές διαθέσεις κινεζικό κράτος.