Κόσμος

Με αφορμή το ασύμπτωτο της σχέσης Σολτς και Ερντογάν

Ο Ερντογάν δεν διστάζει να έρθει σε σύγκρουση με την Γαλλία, τη Μεγάλη Βρετανία, τα κεντρικά θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, πλέον, τη Γερμανία, η οποία δεν μπορεί να αποσιωπά, για πολλοστή φορά, τον καταφανή αναθεωρητισμό και επεκτατισμό της Άγκυρας.

Είναι γνωστοί, με μια ενδεχόμενη υπερβολή, οι παραδοσιακοί δεσμοί ανάμεσα στη Γερμανία και την Τουρκία, αλλά και οι σημερινές τοποθετήσεις του Γερμανού Καγκελάριου έρχονται να επιδεινώσουν ακόμη περισσότερο τις σχέσεις μεταξύ Άγκυρας και Βερολίνου, τη στιγμή που ο Ερντογάν φαίνεται να διαρρηγνύει τους δεσμούς της γείτονος με τις χώρες της Γηραιάς Ηπείρου συνολικά.

Ο Ερντογάν δεν διστάζει να έρθει σε σύγκρουση με την Γαλλία, τη Μεγάλη Βρετανία, τα κεντρικά θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, πλέον, τη Γερμανία, η οποία δεν μπορεί να αποσιωπά, για πολλοστή φορά, τον καταφανή αναθεωρητισμό και επεκτατισμό της Άγκυρας. Η επιθετική, ανθελληνική ρητορική της Άγκυρας στερείται στοιχειώδους νομικού υποβάθρου και δεν συνάδει με τη διεθνή συμπεριφορά μιας υποψήφιας προς ένταξη χώρας στην Ε. Ε.

Μάλιστα, την ίδια στιγμή, στο εσωτερικό της γείτονος, το καθεστώς Ερντογάν εφαρμόζει κατασταλτικές πολιτικές, που ποδοπατούν ατομικά δικαιώματα και δημόσιες ελευθερίες. Ενδεικτικά, μπορεί να σκεφθεί κανείς την πρόσφατη υπερψήφιση του νόμου περί «παραπληρφόρησης», ο οποίος καταγγέλλεται ως αντισυνταγματικός και ανελεύθερος από τις μείζονες αντιπολιτευτικές δυνάμεις και τις εναπομείνασες ενώσεις της κοινωνίας πολιτών, ή το σημερινό διεθνές ράπισμα για τη θεαματική υποχώρηση του κράτους δικαίου στην Τουρκία.

Κι όμως, αυτή είναι η χώρα που ο Ερντογάν ονειρευόταν να δει, όπως ισχυριζόταν, ως χώρα μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας. Τον Δεκέμβριο του 2004, ο Τούρκος Πρόεδρος χαιρέτιζε με ενθουσιασμό την απόφαση της Συνόδου Κορυφής του Ευρωπαικού Συμβουλίου, σύμφωνα με την οποία η Τουρκία πληροί επαρκώς τα κριτήρια για την έναρξη διαπραγματεύσεων προσχώρησης.

Η διαρκής επίκληση του εσωτερικού παράγοντα, που παραπέμπει στις επόμενες προεδρικές εκλογές, δεν είναι επαρκής για να ερμηνεύσει τον «μεγάλο μετασχηματισμό» της στάσης της Τουρκίας απέναντι στην Ευρώπη. Ο Ερντογάν είναι, αναμφίβολα, ένας απρόβλεπτος παίκτης στην εσωτερική, αλλά και στην διεθνή σκηνή, αλλά δεν είναι ένας πολιτικός ηγέτης που δεν στερείται από πολιτικό αισθητήριο – κάθε άλλο.

Η ραγδαία επιδείνωση στις σχέσεις του με τη Γερμανία έρχεται να υπονομεύσει βασικές επιλογές του παρελθόντος και να αναδείξει κάποιες άλλες. Πιθανή επιλογή του Τούρκου Προέδρου προς μία ουσιαστικοποίηση των σχέσεων με τη Γερμανία και την Ευρώπη συνολικά θα συνιστούσε, αναντίρρητα, μια ευχάριστη εξέλιξη για τις σχέσεις μας με τη γείτονα, βασισμένες στο σεβασμό τα διεθνούς δικαίου και της διεθνούς νομιμότητας, όπως υπαγορεύουν τα σχετικά ευρωπαϊκά κριτήρια.

Η επιδείνωση της σχέσης ανάμεσα, αφ’ ενός, στην Τουρκία και, αφ’ ετέρου, τη Γερμανία, την οποία «επισημοποίησε» στο ύψιστο πολιτικό επίπεδο ο Γερμανός Καγκελάριος με τις σημερινές τοποθετήσεις του, έρχεται να επιβεβαιώσει την παλαιότερη υπόθεση ότι ο Ερντογάν δεν ενδιαφέρεται πλέον για την εκπλήρωση των διαδικασιών προσαρμογής της χώρας προς το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Η στρατηγική επιλογή του Ερντογάν έχει έναν εσωτερικό, εσωστρεφή χαρακτήρα και το βλέμμα στραμμένο, μονόπλευρα, προς τη Μόσχα.