Μπροστά σε μια νέα πραγματικότητα, γεμάτη προκλήσεις και αβεβαιότητα λόγω της «έκρηξης» του πληθωρισμού διεθνώς, βρίσκονται καταναλωτές κι επιχειρήσεις ανά τον κόσμο, με τις προβλέψεις μάλιστα ενόψει της νέας χρονιάς να μοιάζουν εξαιρετικά δυσοίωνες.
«Οι καταναλωτές παγκοσμίως θα βιώσουν ακόμη εντονότερα την επίδραση της ανόδου του πληθωρισμού τους προσεχείς μήνες», προειδοποίησε πρόσφατα η επικεφαλής του τμήματος ευρωπαϊκών πωλήσεων και διαχείρισης εσόδων της NielsenIQ, Marion Marchenoir.
Στο πλαίσιο παρουσίασης νέας έρευνας της NielsenIQ για την πορεία της διεθνούς οικονομίας στη σκιά των πληθωριστικών πιέσεων, η Marchenoir κατέστησε σαφές πως κάθε αγορά επηρεάζεται διαφορετικά από την άνοδο του πληθωρισμού, ωστόσο οι επιπτώσεις της είναι κοινές, αφού ξεκινούν από την αύξηση του μεταφορικού κόστους, του κόστους των πρώτων υλών και του εργατικού κόστους ενώ μπορούν να φτάσουν ακόμη και στην πρόκληση ενός πραγματικού «σοκ» στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Για τους ερευνητές της NielsenIQ, το 2022 μπορεί δικαίως να χαρακτηριστεί έτος των ανατιμήσεων και του πληθωρισμού – ένα έτος που εκτός όμως από κινδύνους παρουσιάζει και σημαντικές ευκαιρίες.
Όπως εξήγησε πρόσφατα ο εμπορικός διευθυντής της NielsenIQ, Bennett Cox, το πληθωριστικό κύμα που απειλεί τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς των νοικοκυριών οδηγεί σε πλήρη επαναπροσδιορισμό τις αγοραστικές συνήθειες των καταναλωτών. Εν μέσω διαρκών ανατιμήσεων, οι καταναλωτές είναι γεγονός ότι μειώνουν τη συχνότητα των αγορών τους, αφού πλέον αγοράζουν και καταναλώνουν, αντίστοιχα, λιγότερα.
Το οικογενειακό καλάθι γεμίζει πλέον με λιγότερα προϊόντα, αλλά και με εναλλακτικές επιλογές που κοστίζουν φθηνότερα από τις συνηθισμένες αγαπημένες μάρκες ενός νοικοκυριού. Οι καταναλωτές βάζουν πραγματικό «ψαλίδι» στις ανάγκες τους, αγοράζοντας από τα σούπερ μάρκετ της γειτονιάς τα απολύτως απαραίτητα προϊόντα, κόβοντας πλήρως τα αγαθά που τελικά δεν είναι τόσο απαραίτητα. Μάλιστα, δεν διστάζουν να αλλάξουν ακόμη και κατάστημα ή κανάλι αγοράς (εάν πρόκειται για ηλεκτρονικές αγορές), προκειμένου να βρουν την οικονομική λύση που επιζητούν.
Σύμφωνα με τον Bennett Cox «οι επιχειρήσεις που συνεχίζουν τις επενδύσεις ακόμη και στους πιο δύσκολους καιρούς είναι εκείνες που τελικά την επόμενη μέρα κατορθώνουν να αυξήσουν τα μερίδια αγοράς τους», ενώ είναι γεγονός ότι οι εκπρόσωποι του λιανικού εμπορίου αν απορροφήσουν τις ανατιμήσεις, τότε αποδέχονται ότι σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα θα έχουν μικρότερο περιθώριο κέρδους.
Κι όμως, κατά τον Cox, ένα έντονα πληθωριστικό περιβάλλον αποτελεί πρόσφορο έδαφος για την ενίσχυση του υγιούς ανταγωνισμού στη μάχη των τιμών που εξελίσσεται στο λιανικό εμπόριο. Η όξυνση των πληθωριστικών πιέσεων ευνοεί για τους καλά γνωρίζοντες τα της αγοράς μια σημαντική αναμέτρηση τιμών και αξίας για όλα τα brands.
Οι πληθωριστικές πιέσεις εντείνουν τις διεργασίες και σε έναν ακόμη κρίκο της εφοδιαστικής αλυσίδας, εκείνον των προμηθευτών. Και αυτό γιατί, σύμφωνα με τα στοιχεία της τελευταίας έρευνας της NielsenIQ, οι προμηθευτές χρειάζονται επανασχεδιασμό των στρατηγικών που ακολουθούν, προκειμένου να είναι σε θέση να διαχειριστούν την πληθωριστική «θύελλα» που δεν λέει να καταλαγιάσει.
Η βιομηχανία τροφίμων, ποτών και ειδών καθαρισμού – γνωστής και ως κλάδος καταναλωτικών συσκευασμένων αγαθών (CPG) – πρέπει να αποκτήσει ακόμη ταχύτερα αντανακλαστικά, προκειμένου να κατορθώνει πλέον να προβλέπει εγκαίρως την αγοραστική συμπεριφορά των καταναλωτών για να θωρακίζει την κερδοφορία της. Η αντίδραση κατόπιν εορτής πρέπει τώρα να αντικατασταθεί από την έγκαιρη πρόβλεψη των επόμενων κινήσεων του καταναλωτικού κοινού μέσα σε αυτό το εξαιρετικά ρευστό και αβέβαιο οικονομικό περιβάλλον.
Ο κλάδος της μεταποίησης πρέπει να επανακαθορίσει τη λειτουργία του και να ανοίξει την πόρτα στην πληρέστερη ανάλυση των δεδομένων της αγοράς. Οι προμηθευτές πρέπει να γνωρίζουν κάθε προϊόν που επιθυμούν περισσότερο οι καταναλωτές – ιδίως σε ό,τι αφορά τα τρόφιμα – για να μπορεί στη συνέχεια να «δουλέψει» πάνω σε μια σειρά από πιθανά σενάρια διαμόρφωσης των τιμών. Μόνο μέσω αυτών των σεναρίων θα μπορεί να επέλθει η κρίσιμη ισορροπία μεταξύ των ικανοποιημένων καταναλωτών, της αύξησης των πωλήσεων και της μεγέθυνσης των περιθωρίων κέρδους για τις επιχειρήσεις.
Οι ερευνητές της NielsenIQ προειδοποιούν ενδεικτικά ότι οι απότομες αυξήσεις τιμών σε μια σειρά από προϊόντα μπορούν να αυξήσουν τη «χασούρα» για τις επιχειρήσεις, έναντι μιας λογικής σταδιακών ανατιμήσεων σε επιλεγμένα προϊόντα κάθε φορά – πολιτική η οποία δίνει τον χρόνο στον καταναλωτή να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα.
«Είναι τελικά οι αυξήσεις τιμών ο τρόπος που θέλουμε να αναπτυχθούμε; Μήπως η διατήρηση των τιμών στα ίδια επίπεδα δεν θα με κάνει να χάσω πελάτες; Τι άλλο μπορώ να κάνω προκειμένου να κρατήσω τους καταναλωτές;». Αυτές είναι μόνο μερικές από τις ερωτήσεις που βρίσκονται στο μυαλό κάθε προμηθευτή/μεταποιητικής επιχείρησης τους τελευταίους μήνες.