Ένα στα έξι παιδιά θα έχει κάποια εμπειρία σεξουαλικής κακοποίησης στη ζωή του. Στο 7,6% αυτών η προσέγγιση περιλαμβάνει και σωματική επαφή, ενώ το 3,1% του παιδικού πληθυσμού έχει μία εμπειρία βιασμού ή απόπειρας βιασμού, σύμφωνα με στοιχεία από την Ελλάδα, που παρουσίασε ο ψυχίατρος, διευθυντής Ψυχικής Υγείας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, Γιώργος Νικολαΐδης, σε ενημερωτική εκδήλωση, σχετικά με τις δράσεις του μη κερδοσκοπικού, μη κυβερνητικού οργανισμού «Θάλπος – Ψυχική Υγεία».
«Αυτό σημαίνει ότι ένα από τα παιδιά που βρίσκονται μέσα σε μία σχολική τάξη, είτε έχει ήδη μία εμπειρία βιασμού ή απόπειρας βιασμού, είτε πρόκειται να έχει μέχρι να ενηλικιωθεί. Καθένας και καθεμία από εμάς μάλλον ξέρουμε από τον οικογενειακό και κοινωνικό μας κύκλο 30 παιδιά. Ένα από τα παιδιά που γνωρίζουμε έχει ή θα έχει πριν ενηλικιωθεί μία εμπειρία βιασμού ή απόπειρας βιασμού», τόνισε ο κ. Νικολαΐδης.
Τα περιστατικά που έχουν έρθει σε γνώση των υπηρεσιών και των αρχών (αστυνομία, εισαγγελία, δομές, μη κυβερνητικές οργανώσεις, γραμμές sos, υπηρεσίες υγείας και κοινωνικής πρόνοιας) αντιστοιχούν στο 0,07% του παιδικού πληθυσμού. Κατά συνέπεια, για κάθε περιστατικό που βλέπει το φως της δημοσιότητας υπάρχουν τουλάχιστον άλλα 99, τα οποία δεν θα τα μάθει ποτέ κανείς.
«Υπό αυτό το πρίσμα, το να αναπτύσσονται δράσεις για την προστασία του παιδιού, πρόληψης, πρώιμου εντοπισμού και παρέμβασης πριν η ευαλωτότητα γίνει επικίνδυνη αλλά και η ετοιμότητα του συστήματος να απαντήσει σε σύνθετα προβλήματα ψυχοκοινωνικής μέριμνας των παιδιών και των οικογενειών τους κρίνεται[ πιο επίκαιρο από ποτέ», ανέφερε ο ειδικός.
Και πρόσθεσε: «Η ψυχική υγεία και κοινωνική ευεξία των παιδιών και των εφήβων είναι ένα πολύ ευαίσθητο θέμα, που θα επηρεάσει τη λειτουργικότητα της κοινωνίας τα επόμενα χρόνια, τις επόμενες δεκαετίες».
Το τίμημα της πανδημίας
Αναφερόμενος στις επιπτώσεις της πανδημίας, ο διευθυντής Ψυχικής Υγείας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, τόνισε ότι η συγκεκριμένη συνθήκη που βίωσε η κοινωνία επηρέασε αρνητικά τους δείκτες ψυχικής υγείας και κοινωνικής ευεξίας των παιδιών και των εφήβων, όπως άλλωστε και των ενηλίκων, αλλά με άλλον τρόπο. «Στα παιδιά και τους εφήβους είναι πιο ευαίσθητοι οι δείκτες. Βγάζουν πιο γρήγορα και πιο άμεσα την ενσωμάτωση αυτού του στρες, το οποίο διαχύθηκε σε ολόκληρο τον κοινωνικό ιστό», τόνισε.
Η συνθήκη αυτή, ωστόσο, είχε μεγάλο αντίκτυπο και στην κακοποίηση των παιδιών. Όλες οι δραστηριότητες μετατράπηκαν για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε διαδικτυακές, τα παιδιά κλείστηκαν στα σπίτια και κάποια από αυτά δυστυχώς κλείστηκαν μαζί με τους κακοποιητές τους, οι οποίοι τα είχαν στον απόλυτο έλεγχό τους 24 ώρες το 24ωρο, 7 ημέρες την εβδομάδα. Μάλιστα, έχει διαπιστωθεί διεθνώς ότι, σε αντιδιαστολή με τις καταγγελίες των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας με θύματα γυναίκες, στα παιδιά, στις περιόδους του lockdown, οι αναφορές κρουσμάτων μειώθηκαν σε όλες τις χώρες και η αποκατάσταση στα πρώτερα επίπεδα, ποσοτικά, καθυστέρησε μήνες, μέχρι να νιώσουν τα παιδιά ότι μπορούν να μιλήσουν σε κάποιον και να ζητήσουν βοήθεια.
Σύμφωνα με τον Νικολαΐδη, όλα τα παραπάνω αλλά και το δημόσιο αφήγημα το οποίο επικράτησε κατά την περίοδο της πανδημίας, αφήνουν το αποτύπωμά τους στην ψυχική υγεία των παιδιών και των εφήβων. «Σκεφτείτε ότι όταν είναι κανείς παιδί, μέσα από τις σχέσεις με κάποιον άλλον, μπορεί να ανακαλύψει τη χαρά, τη δημιουργία, τη μάθηση, το να παίζει στην αρχή, το να φλερτάρει αργότερα, το να κατακτήσει πράγματα, να δημιουργήσει. Το κυρίαρχο αφήγημα, αν το καλοσκεφτούμε, έλεγε στα παιδιά ότι ο άλλος είναι μία πηγή δυνητικού θανάσιμου κινδύνου γι’ αυτά. Και αυτά τα ίδια είναι μία πηγή δυνητικού θανάσιμου κινδύνου γι’ αυτούς που αγαπάνε: τον παππού, τη γιαγιά, το μπαμπά, τη μαμά… Ενσωματώνοντας αυτό, τα παιδιά στη χώρα μας και όχι μόνο, προφανώς θα δυσκολευτούν να έχουν σχέσεις με νόημα με άλλα άτομα, μεγαλώνοντας, και αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να το λάβουμε υπόψη, εάν δεν θέλουμε να έχουμε αρνητικές επιπτώσεις».