Nέα της αγοράς

Σημαντικές επενδύσεις καταγράφονται στην Αττική με νέα γραφεία

Το ζήτημα που ενδεχομένως να προκαλέσει κάποιες «αναταράξεις» στην αγορά γραφείων, είναι το τι μέλλει γενέσθαι με τα παλιότερα ακίνητα, τα οποία αφήνουν οι εταιρείες, πολυεθνικές και μη, προκειμένου να μετεγκατασταθούν στα νέα κτίρια που κατασκευάζονται σήμερα,

Σημαντικές επενδύσεις καταγράφονται αυτή την περίοδο στην αγορά γραφείων, καθώς μόνο στο λεκανοπέδιο της Αττικής βρίσκονται υπό κατασκευήν 145.141 τ.μ. νέων κτιρίων γραφείων, ενώ στο στάδιο του σχεδιασμού βρίσκονται επιπλέον 264.000 τ.μ. Συνολικά δηλαδή αναμένεται να κατασκευαστούν 409.000 τ.μ. νέων γραφείων μέχρι το 2024-2025, καθώς οι επενδυτές επιχειρούν να αντισταθμίσουν το έλλειμμα νέων αναπτύξεων που παρατηρήθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας.

Είναι χαρακτηριστικό, σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, ότι αν κατασκευαστούν όλα αυτά τα γραφεία, θα επιφέρουν σχεδόν διπλασιασμό του σημερινού διαθεσίμου αποθέματος γραφείων, το οποίο διαμορφώνεται σε 458.100 τ.μ. Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από σχετική ανάλυση της αγοράς γραφείων από την εταιρεία Proprius, η οποία δραστηριοποιείται στην παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών ακινήτων και αντιπροσωπεύει την εταιρεία Cushman & Wakefield στην ελληνική αγορά.

Σύμφωνα με την Proprius, από τα 409.000 τ.μ. νέων γραφείων, περίπου 100.000 τ.μ. θα κατασκευαστούν στην ευρύτερη περιοχή του κέντρου της Αθήνας, 123.500 τ.μ. προορίζονται για την αγορά των νοτίων προαστίων, προεξάρχοντος ασφαλώς του Ελληνικού, ενώ άλλα 85.000 τ.μ. εντοπίζονται στον βόρειο τομέα της Αττικής, δηλαδή κυρίως στον άξονα της Λ. Κηφισίας. Επιπλέον 73.500 τ.μ. γραφείων αναμένεται ότι θα δημιουργηθούν στην πόλη του Πειραιά. Αξίζει να σημειωθεί ότι το σημερινό συνολικό απόθεμα γραφειακών χώρων στην Αττική υπολογίζεται ότι ανέρχεται σε 5 εκατ. τ.μ.

Παρ’ όλα αυτά, στελέχη του κλάδου δεν φαίνεται να ανησυχούν για τις μελλοντικές προοπτικές της αγοράς, καθώς η ζήτηση για σύγχρονα και κυρίως «πράσινα» γραφεία είναι πολύ υψηλή. «Υπολογίζουμε ότι η ετήσια ζήτηση για νέες μισθώσεις ανέρχεται σε 100.000 τ.μ.», ανέφερε εντός της εβδομάδας ο διευθύνων σύμβουλος της Dimand Real Estate, Δημήτρης Ανδριόπουλος. Ηδη, κατά το φετινό πρώτο εξάμηνο, η απορρόφηση γραφείων (νέες μισθώσεις) υπολογίζεται ότι ανήλθε στο επίπεδο ρεκόρ των 55.000 τ.μ. Η εξέλιξη αυτή αποδεικνύει ότι – παρά τη μεσολάβηση της πανδημίας και την επικράτηση της τηλεργασίας– οι περισσότερες επιχειρήσεις επιλέγουν τη φυσική παρουσία για το μεγαλύτερο μέρος του προσωπικού τους, τουλάχιστον για κάποιες ημέρες την εβδομάδα.

Η υψηλή ζήτηση αποτυπώνεται και στις τιμές των ενοικίων, τα οποία διαμορφώνονται πλέον σε 25 ευρώ/τ.μ. σε μηνιαία βάση, ενώ έχουν υπάρξει και περιπτώσεις μισθώσεων που έγιναν στο επίπεδο των 28 ευρώ/τ.μ. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του δεύτερου τριμήνου, επενδύθηκαν κεφάλαια 165 εκατ. ευρώ, κυρίως από εταιρείες επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία, για την αγορά γραφείων προς εκμετάλλευση.

Το ζήτημα που ενδεχομένως να προκαλέσει κάποιες «αναταράξεις» στην αγορά γραφείων, είναι το τι μέλλει γενέσθαι με τα παλιότερα ακίνητα, τα οποία αφήνουν οι εταιρείες, πολυεθνικές και μη, προκειμένου να μετεγκατασταθούν στα νέα κτίρια που κατασκευάζονται σήμερα, ή πρόκειται να κατασκευαστούν στο μέλλον. Τα ακίνητα αυτά, έχοντας κατασκευαστεί κυρίως κατά την περίοδο 1990-2010, θα απαιτήσουν σημαντικά κεφάλαια για να αναβαθμιστούν ενεργειακά, εφόσον οι ιδιοκτήτες τους επιθυμούν να συνεχίσουν να προσελκύουν νέους μισθωτές. Εναλλακτικά, είναι πιθανό να αλλάξουν χρήση, αν και πάλι κάτι τέτοιο δεν είναι ιδιαίτερα απλή υπόθεση. Ως εκ τούτου, το πώς θα αξιοποιηθεί αυτό το απόθεμα ακινήτων τα επόμενα χρόνια είναι ένα ερώτημα που ακόμη δεν έχει βρει ικανοποιητική απάντηση.