Ολοένα και αυξάνονται τα σενάρια περί χαλάρωσης του συμφώνου σταθερότητας, κάτι το οποίο ανέφερε με άρθρο της και η Handelsblatt. Το Σύμφωνο Σταθερότητας εξακολουθεί να περιορίζει το δημόσιο χρέος στο 60% του ΑΕΠ, όμως για τα κράτη-μέλη που έχουν ήδη υψηλό χρέος ορίζεται ένας πιο χαλαρός «ενδιάμεσος στόχος» στο 90% του ΑΕΠ.
Το σχόλιο της γερμανικής εφημερίδας: «Η Κομισιόν συνθηκολογεί μπροστά στη θλιβερή πραγματικότητα. Μετά την επιδημία του κορωνοϊού το δημόσιο χρέος φτάνει το 186% στην Ελλάδα και το 148% στην Ιταλία. Στον κύκλο των ”χωρών υψηλού κινδύνου” ανήκουν επίσης Πορτογαλία, Ισπανία, Γαλλία, Βέλγιο και Κύπρος, με το κρατικό χρέος να υπερβαίνει το όριο του 90%».
Θα είχε όμως νόημα η απαρέγκλιτη εφαρμογή των κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας; Όπως παρατηρεί η Handelsblatt, «το να επιμένει κανείς υπό αυτές τις συνθήκες να μειωθεί το χρέος στο 60% εντός 20 ετών, όπως ορίζουν οι κανόνες μέχρι σήμερα, δεν θα ήταν μόνο εξωπραγματικό. Θα ήταν και αναποτελεσματικό από οικονομικής άποψης, καθώς μία πολιτική υπερβολικών περικοπών θα οδηγούσε κατευθείαν στην ύφεση. Δεν μπορεί παρά να επιδοκιμάσει κανείς το γεγονός ότι τα κράτη έχουν στη διάθεσή τους περισσότερο χρόνο και μεγαλύτερη ευελιξία, για να μειώσουν το χρέος τους».
Πότε θεσπίστηκε και γιατί το σύμφωνο σταθερότητας
Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) θεσπίστηκε στο πλαίσιο της τρίτης φάσης της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ). Σχεδιάστηκε για να διασφαλίσει ότι η προσπάθεια για υγιή δημοσιονομικά των χωρών της ΕΕ θα συνεχιστεί μετά την εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος.
Συγκεκριμένα, το Σύμφωνο αποτελείτο αρχικά από ένα ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (που εγκρίθηκε το 1997) και από δύο κανονισμούς του Συμβουλίου της 7ης Ιουλίου 1997 που προσδιορίζουν τις τεχνικές λεπτομέρειες (ο ένας για την επίβλεψη των δημοσιονομικών θέσεων και του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών και ο άλλος για την εφαρμογή της διαδικασίας που αφορά τα υπερβολικά ελλείμματα).
Ύστερα από συζητήσεις σχετικά με την εφαρμογή του ΣΣΑ, οι κανονισμοί τροποποιήθηκαν το 2005. Η εφαρμογή, ωστόσο, ήταν ανεπαρκής, με αποτέλεσμα να υπάρχουν σημαντικές δημοσιονομικές ανισορροπίες σε ορισμένες χώρες της ΕΕ, οι οποίες ήρθαν στο προσκήνιο όταν ξέσπασε η οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση το 2008.
Από την κρίση και μετά, έχουν ενισχυθεί οι κανόνες οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ μέσω οκτώ κανονισμών και μιας διεθνούς συνθήκης:
- του εξάπτυχου (που θέσπισε σύστημα παρακολούθησης των ευρύτερων οικονομικών πολιτικών, ούτως ώστε να εντοπίζονται έγκαιρα προβλήματα όπως φούσκες της αγοράς ακινήτων ή μείωση της ανταγωνιστικότητας)·
- του δίπτυχου (ένας νέος κύκλος παρακολούθησης για τη ζώνη του ευρώ, με τις χώρες -εκτός εκείνων με προγράμματα μακροοικονομικής προσαρμογής- να υποβάλλουν τα σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων τους στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάθε φθινόπωρο)·
- της Συνθήκης για τη σταθερότητα, τον συντονισμό και τη διακυβέρνηση (δημοσιονομικό σύμφωνο) του 2012 η οποία θεσπίζει αυστηρότερες δημοσιονομικές διατάξεις από το ΣΣΑ.