Μέσα σε λίγες ημέρες, οι Τόρηδες καλούνται να αναδείξουν νέα ηγεσία. Αυτό όμως που συμβαίνει με την εκλογική «βουτιά» είναι εκπληκτικό και, σίγουρα, είναι σημαντικό να εντοπιστούν οι λόγοι της πτώσης της εκλογικής τους απήχησης, πριν περάσουμε στην εξέταση των υποψηφίων, τα ονόματα των οποίων διακινούνται ακόμη, χωρίς να έχουν οριστικοποιηθεί.
Στη Βρετανία, μέχρι το γύρισμα του έτους, οι Συντηρητικοί ήταν μπροστά στις δημοσκοπήσεις και μάλιστα με σταθερή, ευδιάκριτη διαφορά. Είναι εντυπωσιακό, μάλιστα, ότι το δημοσκοπικό τους προβάδισμα είχε διαρκέσει πάνω από δεκατρία χρόνια, από το 2008, όταν πέρασαν μπροστά μετά από μια αντίστοιχη περίοδο μακράς κυριαρχίας των Εργατικών, μέχρι τα τέλη του 2021.
Αυτό που έχει καταγράφει το 2022 είναι ασύλληπτο ως πολιτική εξέλιξη. Μέσα σε δέκα μήνες οι Συντηρητικοί όχι μόνο έχασαν το προβάδισμα τους, αλλά πλέον, οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν διαφορές σε βάρος τους της τάξης των 30 ποσοστιαίων μονάδων (!). Εμφανίζουν εικόνα πλήρους διάλυσης, γγονός που τροφοδοτεί ακόμα μεγαλύτερη εσωστρέφεια που φτάνει στα όρια της γραφικότητας, όπως η συζήτηση για νέα αλλαγή αρχηγού, 40 μέρες μετά την εκλογή της Λ. Τρας.
Σε τρεις λόγους προτείνεται να επιμείνει κάποιος.
Ο πρώτος και, ίσως, βασικότερος: κούρασαν. Κούρασαν και έγιναν συνώνυμο της αστάθειας. Όχι μεγάλο προσόν για ένα κόμμα και, δη, συντηρητικό
Δεύτερον, η αλλαγή ηγεσίας στους Εργατικούς. Ο Κόρμπιν που με τους αριστερισμούς του προκαλούσε αντισυσπειρώσεις, αποτελεί παρελθόν. Υποψήφιος Πρωθυπουργός είναι πλέον ο Κιρ Σταρμερ, ένας μετριοπαθής, κεντρώος – κεντροαριστερός πολιτικός, προερχόμενος από την «δεξιά» τάση του κόμματος, όχι ιδιαίτερα χαρισματικός, αλλά χωρίς «γωνίες», κάτι που τον καθιστά εύκολο να ψηφιστεί, ειδικά αν η μεγάλη μερίδα του κοινωνικού σώματος έχει κουραστεί πραγματικά με τον αντίπαλό του.
Τρίτον, γιατί οι Συντηρητικοί απώλεσαν ταυτόχρονα και τη βάση τους και τους «δανεικούς» ψηφοφόρους τους. Συγκεκριμένα, μετά το Μπρέξιτ, υπήρξε μια διακριτή μεταβολή στην εκλογική συμπεριφορά των Βρετανών. Ως συνέχεια εκείνης της εκλογικής διαίρεσης, οι Συντηρητικοί ενισχύθηκαν σε εργατικά στρώματα και περισσότερο αριστερές περιοχές, όπως για παράδειγμα στη βόρεια Αγγλία, κερδίζοντας ψήφους από τους Εργατικούς, οι οποίοι αντιστοίχως ενισχύθηκαν στα πιο αστικά στρώματα. Αυτή η τάση καταγράφηκε στις εκλογές και του 2017 και του 2019. Λόγω της πληθωριστικής κρίσης, αλλά και της πανδημίας, οι Συντηρητικοί έχασαν τους «δανεικούς» ψηφοφόρους τους, χωρίς, όμως, να πάρουν πίσω τους παλαιούς, οι οποίοι δεν ανησυχούν για τον Στάρμερ και, επιπλέον, έχουν σωρεύσει αισθήματα πολιτικής κόπωσης σε σχέση με τους Συντηρητικούς.
Μετά τα μέτρα, δε, που εξήγγειλε η Τρας, τα οποία προκάλεσαν κλυδωνισμούς στη βρετανική οικονομία, οι Τόρηδες επλήγησαν ακόμα πιο βαριά στον «σκληρό πυρήνα» τους, στα θέματα οικονομίας και σταθερότητας, που συνιστούν τον «οικονομικό συντηρητισμό» τους και τα οποία συνιστούν το διαχρονικό πλεονέκτημά τους.
Η Κυβέρνηση έχει θητεία μέχρι το 2024 αλλά δυσκολεύεται πραγματικά να δει κανείς πώς μετά από τόσα χρόνια διακυβέρνησης, από το 2010, και μετά την τεράστια κοινωνική κόπωση που έχουν προκαλέσει θα μπορέσουν να ανακάμψουν.
Είναι σίγουρος, άραγε, για την πολιτική επιλογή του να κατεβεί ως υποψήφιος ο επόμενος επίδοξος πρόεδρος των Συντηρητικών;