Στον Άρειο Πάγο προσέφυγε η χήρα του Γιώργου Τράγκα, Μαρία Καρρά. Η χήρα του δημοσιογράφου και εκδότη περιγράφει την σε προσφυγή της στον Άρειο Πάγο συνθήκες ανεπανόρθωτης βλάβης για τη ίδια. Η Μαρία Καρρά είναι μία από τους κληρονόμους της τεράστιας περιουσίας του, η απόκτηση της οποίας τελεί υπό ενδελεχή δικαστική έρευνα.
Η τελευταία σύζυγος του Γιώργου Τράγκα δια του συνηγόρου της Θόδωρου Μαντά προσέφυγε στον Άρειο Πάγο ζητώντας να αναιρεθεί το βούλευμα με το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ η δέσμευση της περιουσίας της από την Αρχή Καταπολέμησης Μαύρου Χρήματος.
Η Μαρία Καρρά είχε προαναγγείλει πως ασκήσει ένδικα μέσα κατά του βουλεύματος τόσο για το «περιεχόμενο όσο και για τον χρόνο έκδοσης» αφού μεταξύ της εισαγγελικής πρότασης και του βουλεύματος μεσολάβησε μια εργάσιμη μέρα: «Αποστερήθηκε το δικαίωμα να αμφισβητήσει και να αντικρούσει την εισαγγελική πρόταση», είχε πει τότε ο Θεόδωρος Μαντάς. Όπερ και εγένετο.
Υπενθυμίζεται πως εκτός δέσμευσης έχουν μείνει κάποια ακίνητα της κυρίας Καρρά στην Έδεσσα και ένα ακίνητο στην Αράχοβα, που δεν ανήκουν στο κληροδότημα Τράγκα. Ήδη όμως από τα τέλη Σεπτεμβρίου η χήρα Τράγκα έχει προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας ζητώντας από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου να ασκήσει αναίρεση κατά του βουλεύματος λόγω ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η οποία θεμελιώνει λόγο αναιρέσεως.
Η Μαρία Καρρά αρνείται οποιαδήποτε συμμετοχή της στην απόκτηση των δεκάδων ακινήτων, των μετρητών και των ράβδων χρυσού από τον Γιώργο Τράγκα. Μετά το θάνατο του γνωστού δημοσιογράφου, μένει μόνιμα πλέον στο Μαϊάμι και σύμφωνα με τις πληροφορίες έρχεται στην Ευρώπη μόνο όταν πρόκειται να συναντήσει το δικηγόρο της, Θεόδωρο Μαντά. Τα ραντεβού τους γίνονται στο Μονακό, εκεί όπου συνέταξε και την ιδιόχειρη διαθήκη του ο Γιώργος Τράγκας.
Η χήρα του εκδότη βρίσκεται σε καθεστώς ανεπανόρθωτης βλάβης καθώς δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις και έχει αποστερηθεί κάθε πηγή εισοδήματος.
Ακόμα, ζητεί δε «να μου επιτραπεί η εκμετάλλευση των ακινήτων ιδιοκτησίας μου, σε τρόπο ώστε να διασφαλίζεται καταρχήν η επιβίωση μου και εν συνεχεία η συντήρησή τους, ελλειπόντων σε κάθε περίπτωση έτερων πόρων εισοδήματος, στερούμαι πλήρως εισοδημάτων, μη δυνάμενη να ανταπεξέλθω ακόμη και στις βασικές ανάγκες της καθημερινότητας (ενοίκιο κατοικίας μου, λογαριασμοί κλπ), πολλώ δε μάλλον στις οικονομικές υποχρεώσεις έναντι του Δημοσίου (ΕΝΦΙΑ, ΔΟΥ κλπ) ή της συντήρησης της ακινήτου περιουσίας ιδιοκτησίας μου.
Ως εκ τούτου, η κατάσταση στην οποία έχω ήδη περιέλθει, από οικονομικής απόψεως, μη διαθέτουσα οικονομικούς πόρους και αποκλειόμενη πλήρως από κάθε οικονομικό στοιχείο, με βεβαιότητα ήδη προκαλεί ανεπανόρθωτη βλάβη στο πρόσωπό μου, «απαγορεύοντας» ουσιαστικά ακόμη και αυτή καθ’ εαυτή την επιβίωσή μου.
Το δε μέγεθος της βλάβης την οποία ήδη υφίσταμαι και ο χαρακτηρισμός της ως ανεπανόρθωτης, αποδεικνύεται και μόνο εκ του λόγου της πλήρους οικονομικής μου δεσμεύσεως-περιορισμού-απαγορεύσεως, χωρίς μάλιστα να πιθανολογείται καν η ύπαρξη έτερων εισοδημάτων μου, τα οποία σε κάθε περίπτωση, δεν υφίστανται, όπερ ισχυρίζομαι ήδη από της καταθέσεως της προσφυγής μου.
Δια της μεταχειρίσεώς μου δε αυτής διακυβεύεται η επιβίωσή μου και μετά βεβαιότητας προσβάλλεται κατάφωρα η προσωπικότητα και η αξιοπρέπειά μου, καταπατούμενων αδιαμφισβήτητα των συνταγματικώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων στον βιοπορισμό και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια από κοινού με τις διατάξεις των άρθρων της ΕΣΔΑ και τις διατάξεις του Χάρτη των Θεμελιωδών ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, οι οποίες προβλέπουν και αφορούν στην προστασία του ατόμου και δη στην προάσπιση της αξιοπρέπειάς του και την διασφάλιση της διαβίωσής-βιοπορισμού του”.
Η αίτηση
Υπενθυμίζεται πως εκτός δέσμευσης έχουν μείνει κάποια ακίνητα της Μαρία Καρρά στην Έδεσσα και ένα ακίνητο στην Αράχωβα, που δεν ανήκουν στο κληροδότημα Τράγκα.
Ήδη όμως από τα τέλη Σεπτεμβρίου η κα Καρρά έχει προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας ζητώντας από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου να ασκήσει αναίρεση κατά του βουλεύματος λόγω ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η οποία θεμελιώνει λόγο αναιρέσεως.
-Η προσφεύγουσα αναφέρει πως το βούλευμα επικαλείται την έρευνα και τη διάταξη της Αρχής κατά του Ξεπλύματος για τα οποία αναφέρει ότι ουδέποτε ενημερώθηκε για να εκφράσει αντιρρήσεις ούτε της γνωστοποιήθηκε η διάταξη:
«…όσον αφορά τόσο στην έκδοση όσο και στην επίδοση στο πρόσωπό μου, της υπό κρίση Διατάξεως, επί τη βάσει της οποίας επιβλήθηκε σε βάρος μου δέσμευση κάθε περιουσίας και απαγόρευση της εκποίησης ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο μεταβίβασης αυτής και ενόψει αυτών, ουδέποτε μου γνωστοποιήθηκε η οιαδήποτε έρευνα πολλώ δε μάλλον κλήθηκα να υποβάλλω τις απόψεις μου ή να προσκομίσω σχετικό αποδεικτικό υλικό. Ομοίως δε, ουδέποτε έλαβα γνώση, καθότι ουδέποτε μου χορηγήθηκε-γνωστοποιήθηκε από την Αρχή, το υπ’ αριθ. 4/22 Πόρισμά της, επί τη βάσει του οποίου εξεδόθη η υπό κρίση υπ’ αριθ. 90/22 Διάταξη, παρά το νομότυπό μου περί αυτού αίτημα δια της με αριθ. πρωτοκόλλου 2147/20-6-2022 Αιτήσεώς μου, όπερ και συνιστά κατάφωρη παραβίαση του δικαιώματός μου περί ακροάσεως και αποδείξεως, καθώς ουδέποτε είχα τη δυνατότητα να εναντιωθώ, στην έκδοση και το περιεχόμενό του.
Συνεπώς, εκτός του ότι καταρχήν ουδέποτε μου χορηγήθηκε η δυνατότητα να εκφράσω τις απόψεις μου και να αποδείξω αυτές, δίχως να έχω πρόσβαση-γνώση του μέχρι τώρα συλλεγέντος αποδεικτικού υλικού, κλήθηκα επί της ουσίας, δια της από 27-6-2022 προσφυγής μου, να αντικρούσω μονομερώς διεκπεραιωθείσες σε βάρος μου έρευνες-ενέργειες, επί μη γνωστοποιηθέντων σε εμένα ζητημάτων, οι οποίες εν τέλει καταλήγουν σε αυθαίρετα συμπεράσματα… Συνεπώς, η απλή αναφορά στη νομιμότητα της έρευνας της Αρχής και άρα και του περιεχομένου της Διάταξής της, όπως επίσης και στη νομιμότητα ενός Πορίσματος Ελέγχου που δεν γνωστοποιείται ούτε σε εμένα την ίδια ούτε στα πλαίσια του ίδιου του βουλεύματος, με επαρκή περιγραφή της νομιμότητας αυτού, δεν δύναται να θεμελιώσει την συνταγματικώς απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των βουλευμάτων».
-Το βούλευμα όπως λέει στην αίτησή της κάνει αναφορά σε “βάσιμες υπόνοιες” διάπραξης του αδικήματος του ξεπλύματος χρήματος η οποία όμως “…δεν επαρκεί ούτε στο ελάχιστο, ώστε να αιτιολογήσει επαρκώς την απόρριψη των εκ της προσφυγής ισχυρισμών μου, καθώς ούτε προκύπτουν από το ακόμη μη γνωστοποιηθέν σε μένα Πόρισμα της Αρχής, ούτε περιγράφονται έστω στο σκεπτικό του Βουλεύματος, στοιχεία που να δημιουργούν με επάρκεια και δη σε επίπεδο βάσιμων υπονοιών, την εντύπωση τελέσεως αξιόποινων πράξεων εκ μέρους μου. Εξάλλου, η απλή αναφορά σε ενδείξεις, είτε σοβαρές, είτε βάσιμες, δεν επαρκεί εν γένει για την επιβολή μέτρων δικονομικού καταναγκασμού, κατ’ αναλογική εφαρμογή, ακόμη και σε στάδιο κύριας ανάκρισης, καθώς έστω και στην προδικασία, πολλώ δε μάλλον, σε δικονομικό στάδιο εκτός ακόμη και της προκαταρκτικής εξετάσεως, απαιτείται, η απλή έστω αναφορά, ενδεικτικών στοιχείων, τα οποία να οδηγούν βάσιμα, αν όχι σοβαρά, στη διαπίστωση της ενοχής”.
-Διατυπώνει νομικές ενστάσεις επισημαίνοντας ότι η αγορά ακινήτων, από γνωστούς ή συνεργάτες, δεν αιτιολογεί την διάπραξη αξιοποίνων πράξεων όπως περιγράφει το βούλευμα γιατί “εφόσον η αγοραία αξία αυτών είναι ελεύθερα διαπραγματεύσιμη μεταξύ των συμβαλλομένων μερών και επ’ ουδενί δεν συνιστά την ύπαρξη βασίμων υπονοιών περί αξιόποινων πράξεων. Αντιθέτως, συνιστά συνήθη πρακτική μεταξύ γνωστών και φίλων, καθώς αποτελούν τον εγγύτερο και ίσως “ασφαλέστερο” αντισυμβαλλόμενο, σε τέτοιου είδους συναλλαγές”.
-Αναφέρει δε πως η τυχόν τέλεση του αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες δεν αιτιολογείται αφού στηρίζεται “…όλως αορίστως στην “βεβαιότητα” περί της τελέσεως των βασικών αδικημάτων (η στοιχειοθέτηση των οποίων, ως και ανωτέρω αναλυτικά αναφέρθηκε, ομοίως δεν αιτιολογείται) και ως εκ τούτου δεν μπορεί να γίνεται λόγος για ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία”.
-Ειδική αναφορά γίνεται στο γεγονός ότι το βούλευμα αναφέρει πως το «εγκληματικό προϊόν δεν υπάρχει πλέον» αφού με βάση αυτή «δεν προκύπτουν βάσιμες υπόνοιες τέλεσης αξιόποινων πράξεων, εφόσον δεν υπάρχει καν αντικείμενο τέτοιου είδους πράξεων και καθώς χωρίς να αιτιολογείται η ανυπαρξία του εγκληματικού προϊόντος ή η αδυναμία ανευρέσεως αυτού, το σκεπτικό του βουλεύματος καταλήγει σε αναγκαιότητα δήμευσης στοιχείων τα οποία μπορεί στο μέλλον να αποτελέσουν αντικείμενο κατάσχεσης και δήμευσης….
Η επιλογή της μετοίκησης και μετάθεσης της μόνιμης κατοικίας μου στο εξωτερικό, με τη συνακόλουθη διάθεση των κεφαλαίων μου εκεί, δεν συνιστά σε καμία περίπτωση λόγο βάσιμων υπονοιών τελέσεως αξιόποινων πράξεων εκ μέρους μου, καθώς δεν προκύπτει αποδεικτικώς, η συνάφεια μεταξύ της από έτη μόνιμης κατοικίας μου στο εξωτερικό, με την τέλεση αξιόποινων εκ μέρους μου πράξεων, τα οποία στο σύνολό τους, στο σκεπτικό του βουλεύματος, απλώς παρατίθενται χωρίς να αιτιολογούνται και δη επαρκώς, ειδικώς και εμπεριστατωμένα, αγγίζοντας μάλιστα το σημείο αναφοράς ύπαρξης επείγοντος σε σχέση προς την πιθανότητα τέλεσης νέων αδικημάτων».