Σε δοκιμασία θα βρεθεί το 2023 η ανθεκτικότητα που έχει δείξει στις διαδοχικές κρίσεις η οικονομία, αφού ο υψηλός πληθωρισμός και το υφεσιακό περιβάλλον θα πλήξουν τις εξαγωγές, την κατανάλωση αλλά και τις επενδύσεις, οι οποίες θα είναι το “βαρόμετρο” για την ανάπτυξη της επόμενης χρονιάς.
Το πόσο μεγάλες ή μικρές θα είναι οι απώλειες θα εξαρτηθεί από την ένταση της ενεργειακής κρίσης, αλλά και την εμμονή του πληθωρισμού, και φυσικά από το ενδεχόμενο η Ευρωζώνη, λόγω της κρίσης, να διολισθήσει σε ύφεση για το 2023. Η πορεία της Ευρωζώνης είναι σημαντική για την Ελλάδα, καθώς αποτελεί το άμεσο οικονομικό της περιβάλλον σύμφωνα με τον Τάσο Δασόπουλο.
Από τους συντελεστές του ΑΕΠ, οι πρώτες απώλειες θα καταγραφούν στις εξαγωγές, οι οποίες, από αύξηση 9% που αναμένεται ότι θα έχουν φέτος, προβλέπεται να περιοριστούν το 2023 σε μια οριακή αύξηση του 1,3%, λόγω της γενικής οικονομικής επιβράδυνσης. Πιο σημαντικός για την Ελλάδα είναι ο τομέας των υπηρεσιών. Τούτο διότι πλήγμα αναμένεται να δεχθεί και ο ελληνικός τουρισμός, ο οποίος πρωταγωνιστεί φέτος στους συντελεστές που θα φτάσουν την ανάπτυξη στο 6%. Με βάση τις τελευταίες προβλέψεις του ΔΝΤ, η Γερμανία, από την οποία προέρχεται το μεγαλύτερο μέρος της τουριστικής κίνησης προς την Ελλάδα, είναι δεδομένο πλέον ότι το 2023 θα περάσει σε ύφεση. Χώρες αναφοράς με μεγάλη τουριστική κίνηση προς την Ελλάδα θα έχουν ανάλογα προβλήματα. Για παράδειγμα, προβλέψεις για ύφεση υπάρχουν και για την Ιταλία, ενώ και το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ θα κινηθούν από τη στασιμότητα μέχρι και την ύφεση. Με αυτά τα δεδομένα, ο τουρισμός το 2023, στην καλύτερη περίπτωση, αναμένεται να έχει επιδόσεις ανάλογες των φετινών.
Οι επενδύσεις
Ο τομέας των επενδύσεων, που έχει αυξήσει το ποσοστό του στο ΑΕΠ την τριετία 2020-2022, θα αντιμετωπίσει επίσης προκλήσεις, αφού, εκτός από την οικονομική επιβράδυνση, θα έχει να αντιμετωπίσει και την αύξηση του κόστους χρήματος, λόγω της ανόδου των επιτοκίων του ευρώ από την ΕΚΤ. Ωστόσο το ΥΠΟΙΚ εκτιμά ότι θα αποτελέσει το “καλό χαρτί” της οικονομίας για τον επόμενο χρόνο, προβλέποντας αύξηση 16%, από 10% που αναμένεται φέτος. “Κορμό” της προσπάθειας μιας τόσο μεγάλης αύξησης σε ένα τόσο δυσμενές περιβάλλον θα αποτελέσει το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, το οποίο από τα 8,3 δισ. εκτοξεύεται στα 13,9 δισ. ευρώ, αν υπολογίσει κανείς και την απορρόφηση ύψους 5,6 δισ. ευρώ που θα έχουμε από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας που θα αρχίσουν να περνούν με ταχύτερους ρυθμούς στην ελληνική οικονομία. Το μεγάλο ερώτημα είναι το τι θα γίνει με τις άμεσες ξένες επενδύσεις, οι οποίες αναμένεται να διατηρήσουν καθαρά ανοδική πορεία μέχρι και το τέλος του 2022, ξεπερνώντας τα 6 δισ. ευρώ. Αρμόδια στελέχη του ΥΠΟΙΚ διαβεβαίωναν ότι και αυτό το σκέλος θα στηριχθεί από τις επενδύσεις που ανακοινώθηκαν μεν τα προηγούμενα χρόνια, αλλά από το 2023 θα αρχίσουν να αποδίδουν στην οικονομία.
Το αίνιγμα της ιδιωτικής κατανάλωσης
Το μεγάλο ερωτηματικό για τον επόμενο χρόνο αποτελεί ο βασικός για την οικονομία παράγοντας της κατανάλωσης, ο οποίος συμμετέχει ακόμη πάνω από 65% στη διαμόρφωση του ΑΕΠ. Το υπουργείο Οικονομικών προβλέπει στο προσχέδιο του Προϋπολογισμού ότι η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης θα επιβραδυνθεί στο 1 ,3%, από 7,2% που αναμένεται να φτάσει φέτος, λόγω της εμμονής του υψηλού πληθωρισμού, που ροκανίζει την αγοραστική αξία των εισοδημάτων των νοικοκυριών.
Το ανάχωμα που έχει δημιουργήσει ήδη η κυβέρνηση είναι οι μόνιμες παρεμβάσεις ύψους 3,9 δισ. που έχει δρομολογήσει να εφαρμόσει για τον επόμενο χρόνο το υπουργείο Οικονομικών με αυξήσεις εισοδημάτων και μειώσεις φόρων. Τα μέτρα αυτά θα συμπληρωθούν και από τα έκτακτα μέτρα για την ανακούφιση από τις συνέπειες των υψηλών τιμών της ενέργειας, τα οποία, κατά δήλωση κορυφαίων κυβερνητικών στελεχών, θα συνεχιστούν όσο οι τιμές των καυσίμων παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα.
Ενισχυτικό της πρόβλεψης ότι η ιδιωτική κατανάλωση θα έχει αύξηση και το 2023 είναι και το γεγονός ότι οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών συνεχίζουν να αυξάνονται και μέσα στο 2022, παρά τον υψηλό πληθωρισμό, φτάνοντας στο τέλος Αυγούστου στα 138 δισ. ευρώ.