Οι συνεχείς αναβολές, αν όχι υπεκφυγές, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο αίτημα των κυβερνήσεων πολλών ευρωπαϊκών κρατών για την κατάθεση εμπεριστατωμένης πρότασης για την εισαγωγή μηχανισμού επιβολής ανώτατου ορίου (πλαφόν) στην τιμή του φυσικού αερίου φανερώνουν τη μεγάλη δυσκολία του όλου εγχειρήματος. Ως γνωστόν εδώ και μήνες, όταν για πρώτη φορά τέθηκε το θέμα σε ευρωπαϊκό επίπεδο από τον Έλληνα Πρωθυπουργό τον περασμένο Μάρτιο, αναβάλλεται από εβδομάδα σε εβδομάδα η λήψη δεσμευτικών αποφάσεων προς αυτήν την κατεύθυνση σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Ενδεικτική είναι η επιστολή προς την Κομισιόν πέντε υπουργών (Ελλάδα, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Πολωνία) με θέμα «Το πλαφόν στο φυσικό αέριο» που εστάλη την περασμένη Πέμπτη (13/10) μετά την ολοκλήρωση των εργασιών του άτυπου Συμβουλίου Ενέργειας στην Πράγα. Τα δύο βασικά σημεία της εν λόγω επιστολής αναφέρονται, πρώτον, στην «επιβολή ενός πλαφόν στην αγορά χονδρικής του φυσικού αερίου», και δεύτερον, στον «προσδιορισμό ενός νέου δείκτη που θα συνδέει την τιμή του φυσικού αερίου στα μακροχρόνια συμβόλαια, μέσω της θέσπισης ενός ευρωπαϊκού κανονισμού».
Η λεπτομερής τεχνική πρόταση που εμπεριέχεται στην ανωτέρω επιστολή αναφέρεται ακόμα στην ανάγκη για δημιουργία ενός νέου δείκτη για την αγορά υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG benchmark), στην κοινή προμήθεια ποσοτήτων φυσικού αερίου, στον συντονισμό πλήρωσης αποθηκών φυσικού αερίου, στην ενδυνάμωση της ενεργειακής διπλωματίας και στην ενίσχυση των προσπαθειών για μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης. Εύλογο το αίτημα για αλλαγή του τρόπου οργάνωσης της αγοράς αερίου στην Ευρώπη με την εισαγωγή νέων δεικτών και την αποδυνάμωση του σημερινού δείκτη αναφοράς, του ολλανδικού TTF, ο οποίος, σύμφωνα με στελέχη ενεργειακών επιχειρήσεων, λόγω της μεγάλης μεταβλητότητάς του δεν είναι πλέον αντιπροσωπευτικός των εμπορικών συναλλαγών αερίου στην ευρωπαϊκή αγορά.
Αφού τους τελευταίους μήνες, (α) οι τιμές έχουν εκτοξευθεί σε δυσθεώρητα ύψη (δέκα φορές πάνω μέσα σε έναν χρόνο) επηρεάζοντας άμεσα τις τιμές ηλεκτρισμού αφού το αέριο αποτελεί στρατηγικό καύσιμο στην ηλεκτροπαραγωγή συνεισφέροντας το 25% σε ευρωπαϊκό επίπεδο, και (β) πολλά από τα δεδομένα στην ευρωπαϊκή αγορά αερίου έχουν αλλάξει τους τελευταίους 7 μήνες, μετά την απόφαση για απεξάρτηση από τις εισαγωγές ρωσικού αερίου, με συνεχή μείωση των εισαγωγών ρωσικού αερίου (από 160 δισ. κυβικά μέτρα το 2021 σε λιγότερο από 90 δισ. κυβικά μέτρα το 2022), σημειώνεται αύξηση των εισροών LNG και αερίου μέσω αγωγών από εναλλακτικούς προμηθευτές (Νορβηγία, Αζερμπαϊτζάν, Αλγερία). Με τις εισαγωγές LNG να αυξάνονται από 70 δισ. κυβικά μέτρα το 2021 σε πάνω από 120 δισ. κυβικά μέτρα το 2022 καλύπτοντας πλέον το 30% της ευρωπαϊκής αγοράς αερίου.
Τόσο η επιβολή πλαφόν στις τιμές αερίου που καθορίζονται μέσω εμπορικών κόμβων αερίου (gas hubs), όπως αυτός του TTF, όσο και η δημιουργία ξεχωριστού δείκτη LNG προσκρούουν στις βασικές αρχές σχεδίασης της ευρωπαϊκής αγοράς αερίου (Οδηγία 96/30/ΕΚ). Χρειάστηκαν περισσότερο από 15 χρόνια για να δημιουργηθεί μια ελεύθερη και ανταγωνιστική αγορά αερίου στην Ευρώπη που στηρίζεται στη λειτουργία gas hubs, με δέκα από αυτά να λειτουργούν σήμερα σε όλη την ήπειρο. Η οριοθέτηση περιθωρίων εντός των οποίων θα επιτρέπεται η διακύμανση των τιμών αερίου αντιβαίνει στους βασικούς όρους λειτουργίας των hubs, ενώ η μεγάλη αύξηση της τιμής του αερίου, όπως συμβαίνει σήμερα, στέλνει ισχυρό μήνυμα στους παίκτες της αγοράς για υψηλό ρίσκο και την ανάγκη προβλέψεων. Η επιβολή πλαφόν, όσο επιθυμητή και εάν είναι σε πολιτικό επίπεδο, στην ουσία υποσκάπτει αυτή την ίδια τη λειτουργία της αγοράς. Για αυτό οποιαδήποτε επέμβαση και τροποποίηση στο υπάρχον μοντέλο απαιτεί προσεκτικούς χειρισμούς και θα απαιτήσει ικανό χρόνο. Διαφορετικά κινδυνεύουμε να βρεθούμε αντιμέτωποι με χειρότερη κατάσταση από τη σημερινή.
πηγή: Τα Νέα Σαββατοκύριακου/energia