Όπως είδαμε και στα ΜΜΕ, η πρόσφατη απόφαση της κυβέρνησης να προσφέρει χρηματικό κίνητρο στους πολίτες ώστε να καταγγέλλουν τις επιχειρήσεις που τούς δίνουν πλαστές αποδείξεις (με το σκεπτικό ότι έτσι και οι πολίτες θα συμβάλουν στην αποτελεσματικότητα της αντιμετώπισης του σοβαρού προβλήματος της φοροδιαφυγής) έχει προκαλέσει στο ευρύ κοινό αντιδράσεις που αφορούν διλήμματα κοινωνικής ηθικής. Συγχρόνως όμως δίνει και αφορμή να δει κανείς το γενικότερο ζήτημα της καταγγελίας των πολιτών μέσα από ένα πρίσμα κριτικό, που αναγνωρίζει όλη τη συνθετότητά του.
Το ηθικό δίλημμα που προέκυψε σχετίζεται με το ερώτημα: είναι τελικά κάρφωμα η καταγγελία από τους πολίτες των επιχειρήσεων που κλέβουν το δημόσιο – και σε τελευταία ανάλυση και εμένα τον ίδιο – με την απώλεια εσόδων από το κράτος,τα οποία θα μπορούσαν να διατεθούν τόσο για αναπτυξιακούς όσο και για κοινωνικούς σκοπούς;
Η απάντηση λογικά, είναι όχι, δεν είναι κάρφωμα, αλλά πράξη ευθύνης του πολίτη, αφού η απάτη της πλαστογράφησης αποδείξεων είναι μια έμμεση «κλοπή» του δημοσίου χρήματος, που έχει αντίκτυπο όχι μόνον στην οικονομία, αλλά και αδικία απέναντι στα νομοταγή, φορολογούμενα άτομα.
Έχει φανεί όμως ότι οι πολίτες, ιδιαίτερα σε χώρες όπως η δική μας, δεν δείχνουν τόσο ενδιαφέρον για τις επιπτώσεις που αφορούν στο κοινωνικό σύνολο και που δεν είναι άμεσα ορατές. Η καταγγελία της παρανομίας δεν ταιριάζει με την σχετικά άναρχη ιστορική μας παράδοση, που υπήρχε ήδη από τη γέννηση του ελληνικού κράτους, καθώς και με την εμπειρία του δοσιλογισμού από την περίοδο της κατοχής και της οδυνηρής πρακτικής του ελέγχου των πολιτικών φρονημάτων των πολιτών κατά την μετεμφυλιακή περίοδο. Όταν έλθει η στιγμή της πράξης, ο Έλληνας ενδιαφέρεται περισσότερο να βρει διέξοδο στα ατομικά του προβλήματα εδώ-και-τώρα, ενώ συγχρόνως έχει συνηθίσει να μεταφέρει όλες τις ευθύνες στο κράτος, το οποίο το φαντάζεται απλά ως ένα πόλο-στόχο συνεχών διεκδικήσεων, ως μια αφηρημένη, ανεξάντλητη πηγή πόρων ακόμη και ως κάτι εχθρικό. Το κράτος μας εξάλλου δεν φημίζεται για τις οργανωμένες πολιτικές πρόνοιας και προστασίας των πολιτών, για τον αποτελεσματικό και δίκαιο έλεγχο της φοροδιαφυγής, ούτε για τις πρακτικές συμμετοχής των πολιτών στην προώθηση του κοινού καλού στην τοπική αυτοδιοίκηση. Ελεύθεροι επαγγελματίες, τους οποίους ο πολίτης έχει απόλυτη ανάγκη, δεν κόβουν καν αποδείξεις, φαινόμενα μαύρης αγοράς εξακολουθούν να είναι διάχυτα, ενώ ακόμα και μέλη αριστερών κομμάτων «ξεχνούν» να δηλώσουν τεράστια ποσά στην εφορία. Η αποκέντρωση επίσης, που ευαγγελίστηκαν προηγούμενες «προοδευτικές» κυβερνήσεις, όπως το ΠΑΣΟΚ, παρά τις αγαθές προθέσεις τους για αύξηση της συμμετοχής του πολίτη στα κοινά, στην πραγματικότητα κατέληξε σε αποκέντρωση της πολιτικής ιδιοτέλειας και πελατοκρατίας.
Συχνά αναφερόμαστε στο ρόλο της Παιδείας και στην ευθύνη που έχει για την ανάπτυξη της κοινωνικής συνείδησης και της πολιτειακής υπευθυνότητας. Γνωρίζουμε όμως ότι δεν είναι μόνον η γνώση και οι ιδεολογίες που διαμορφώνουν τη συμπεριφορά μας, αλλά και αυτά
που μάς διδάσκει η ίδια η κοινωνική πραγματικότητα και η σχέση κράτους-πολίτη. Στην προκειμένη περίπτωση, ο πολίτης είναι τόσο έντιμος φορολογικά, όσο τού επιτρέπει το σύστημα να είναι, κυρίως μέσα από αποτελεσματικούς μηχανισμούς φορολογικού ελέγχου
και τήρησης των νόμων δικαίου.
Σημαντική εξέλιξη στην υπόθεση της φοροδιαφυγής, όπως και σε πολλές άλλες, είναι η ταχεία και έξυπνη ψηφιοποίηση των σχετικών υπηρεσιών, γεγονός που συμβάλλει στην προώθηση της ευνομίας, της ανάπτυξης και της δικαιοσύνης στη χώρα μας. Αυτή την προσπάθεια ομολογουμένως οφείλουμε να αναγνωρίσουμε στην παρούσα κυβέρνηση διότι πράγματι οι προηγούμενες την είχαν αμελήσει.
Καταλαβαίνει κανείς ότι με δεδομένη την προαναφερθείσα αδιαφορία των ιδιωτών για τα κοινά και την κρατικίστικη νοοτροπία μας, ενδεχομένως να χρειαζόταν να δοθεί σε αυτούς κάποιο κίνητρο, προκειμένου να συμβάλουν και οι ίδιοι στην περιφρούρηση των δίκαιων (;) νόμων – τουλάχιστον κατά τις οικονομικές συναλλαγές στις οποίες εμπλέκονται προσωπικά – και με τον τρόπο αυτό να αναπτύξουν την κοινωνική τους συνείδηση. Δεν είναι εύκολο να υπάρχει από ένας κρατικός ελεγκτής για κάθε επιχειρηματία..
Από την άλλη μεριά όμως, η ιδέα να δίνεται χρηματικό ποσό ως κίνητρο για την καταγγελία των παραβατών από τους ιδιώτες με τη μορφή bonus, μάλλον είναι αμφισβητήσιμης ηθικής αξίας, παρά το θεαματικό αποτέλεσμα που είδαμε από τις πρώτες ήδη μέρες της εφαρμογής του μέτρου αυτού. Αν δεν το δει κανείς απομονωμένα, θεωρούμε ότι αυτό δεν καλλιεργεί ουσιαστικά την κοινωνική συνείδηση, αλλά την ιδιοτέλεια, το «κάρφωμα» μεταξύ των πολιτών και το δόγμα «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», προκειμένου να καλυφθεί η αδυναμία του κράτους στον έλεγχο και την πάταξη της φοροδιαφυγής. Τέτοιες συνήθειες μπορεί να επεκταθούν και για άλλους, κοινωνικά επιλήψιμους, σκοπούς, σε περίπτωση που έλθουν καιροί μεγάλης οικονομικής κρίσης, παγκόσμιων γεωπολιτικών ανατροπών και συστημικών αναστατώσεων, οπότε και αναπτύσσονται στα κοινωνικά συστήματα ακραίες μορφές άμυνας. Έχουμε δει τέτοιου είδους φαινόμενα σε περιόδους κατοχής και απολυταρχικών διακυβερνήσεων όλων των αποχρώσεων, μάς έχουν πονέσει και έχουμε ευχηθεί το «ποτέ ξανά»… Ας μην ξεχνάμε ότι συχνά η ιστορία είναι σαν τον τροχό, που έχει και αυτός γυρίσματα και στους δύσκολους καιρούς οι πολίτες μπορεί να κάνουν πράγματα που δεν τα διανοούνταν σε άλλες εποχές!
Τι θα μπορούσε να αντιπροτείνει κανείς στη θέση του μέτρου αυτού; Ασφαλώς υπάρχουν εναλλακτικές. Ανάμεσα σε αυτές, πέραν της εξεύρεσης καλύτερων τρόπων εντοπισμού των φοροφυγάδων από τον κρατικό μηχανισμό, θα μπορούσε να είναι, για παράδειγμα, η δέσμευση από την κυβέρνηση ότι κάθε ποσόν που εξοικονομείται από τις συγκεκριμένες καταγγελίες θα διατίθεται με διαφάνεια και λογοδοσία για μια σειρά από κοινωνικούς σκοπούς (π.χ, μικρά πάρκα στις γειτονιές, χώρους δραστηριοτήτων για παιδιά, ενίσχυση οργανώσεων προστασίας και ανατροφής παιδιών, συγκεκριμένες περιβαλλοντικές δράσεις κ.ά). Έτσι θα γνωρίζει ο πολίτης ότι πράγματι τα χρήματα αυτά θα πιάσουν τόπο, χωρίς να καμουφλάρεται η ατομική ιδιοτέλεια με το πρόσχημα της επιδίωξης του κοινού καλού.
Ας μην ξεχνάμε όμως ότι η φοροδιαφυγή είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της παράλογης φορολογίας, αλλά και της έλλειψης εμπιστοσύνης απέναντι στο κράτος. Το κριτήριο του ύψους του εισοδήματος, για παράδειγμα, φαίνεται δίκαιο, εν τούτοις πολύ απέχει από το να είναι, ενόσω μεγάλο τμήμα των ελεύθερων επαγγελματιών κρύβει τα εισοδήματά του ή τα εμφανίζει μηδενικά. Έτσι, και ο μισθωτός, που σε περίοδο κρίσης τα βγάζει δύσκολα πέρα, δεν έχει πρόβλημα να εμπλακεί χωρίς πολλές τύψεις στη γνωστή συναλλαγή της έκπτωσης στο κόστος μίας αγοράς, υπό τον όρο ότι η πληρωμή θα γίνει σε μετρητά. Ο καθένας σκέφτεται ότι έτσι και αλλιώς είναι αμφίβολο αν και πότε θα πιάσουν τόπο τα χρήματα που χάνει το κράτος από αυτή τη συναλλαγή. Έτσι, το ίδιο το άτομο, που ενδεχομένως καταγγέλλει άλλους για πλαστές αποδείξεις, μπορεί θαυμάσια να προβαίνει σε ένα τέτοιο κρυφό αλισβερίσι με τους πωλητές και συγχρόνως να τα έχει καλά με τη συνείδησή του σκεπτόμενο ότι, αφού τα μεγάλα ψάρια φοροδιαφεύγουν, η ενέργεια αυτή είναι δικαιολογημένη, όταν μάλιστα το ποσό που αποκρύπτεται είναι μικρό, αλλά καθόλου ευκαταφρόνητο.
Κάτι παρόμοιο ισχύει και με τα φορολογικά τεκμήρια στην Ελλάδα που μοιάζουν να είναι κατάλοιπο της τουρκοκρατίας. Οι Τούρκοι φορολογούσαν το μήκος των μαλλιών. Όσο μακρύτερα ήταν τα μαλλιά τόσο πιο πολύ φόρο πλήρωναν. Έτσι οι μακρυμάλληδες παίρναν τα βουνά «για να μην πληρώσουν τα μαλλιά της κεφαλής τους» όπως σήμερα φορολογούν τον κυβισμό των αυτοκινήτων. Το χαράτσι, γνωστό και σήμερα για το νόημά του και η «δεκάτη», με την οποία γίνονταν υπερεκτιμήσεις και πονηρά «αλισβερίσια» με τους φορατζήδες, έχει αφήσει τα κατάλοιπά του μέχρι σήμερα. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ εφηύρε ποικίλα τέτοια τεκμήρια, παρόμοια με αυτό του μήκους των μαλλιών, με αποτέλεσμα να γονατίσει οικονομικά τη μεσαία τάξη. Μερικά από αυτά τα κληρονόμησε και η σημερινή κυβέρνηση και τα διατηρεί χωρίς δεύτερη σκέψη.
Ενδεικτικό παράδειγμα παραλογισμού, που έχει προκαλέσει αγανάκτηση σε πολλούς φορολογούμενους, είναι και το τεκμήριο πολυτελούς διαβίωσης με βάση τα κυβικά και μόνον του υπό κατοχήν αυτοκινήτου τους. Η προηγούμενη «σοσιαλιστική» κυβέρνηση λοιπόν συμπέρανε ότι, εφόσον έχω το ίδιο όνομα με τον Ωνάση, άρα διάγω πολυτελή διαβίωση. Αυτό δεν είναι υπερβολή. Ένας φορολογούμενος, για παράδειγμα, δημόσιος υπάλληλος ή συνταξιούχος που τον βρήκε η κρίση με ένα φτηνό αυτοκίνητο μεγάλου κυβισμού και παρόλο που δεν μπορούσε να έχει άλλο εισόδημα θεωρούνταν από το κράτος ότι «διάγει πολυτελή διαβίωση» όπως επί τουρκοκρατίας φορολογούνταν τα μακριά μαλλιά. Ενώ ένας που αγόραζε μια πολυτελή Mersedes με κυβισμό 1990 κ.ε., όμως σε διπλάσια τιμή από αυτό του μεγάλου κυβισμού, αυτός εθεωρείτο φτωχός και μάλιστα πλήρωνε τα μισά τέλη κυκλοφορίας. Αυτό δεν είναι άδικο και ληστρικό; Και Βέβαια η κυβέρνηση της Ν.Δ. το βρήκε μεν, όμως ευχαρίστως το συνεχίζει.
Και είναι πάμπολλα τέτοια παραδείγματα παράλογης κρατικής παρανομίας που ο φορολογούμενος προσφεύγει στα φορολογικά δικαστήρια και περιμένει πολλά χρόνια για την απόφαση εφαρμόζοντας το δόγμα «μέχρι τη δικαίωσή τους ποιος ζει ποιος πεθαίνει» και μάλιστα χωρίς να πληρώνει τους τόκους. Πάλι κερδισμένο θα βγει! Πού είναι λοιπόν η εμπιστοσύνη, η οποία προάγει την φορολογική συνείδηση και την κοινωνική υπευθυνότητα;
Κλείνοντας θα ήθελα να εκφράσω την άποψη ότι, αν η κυβέρνηση της ΝΔ αποφάσιζε να καθιερώσει μια αντίστοιχη πλατφόρμα του τύπου «kataggelia.gov”, όπου οι πολίτες θα μπορούσαν δημοσία να καταγγείλουν υποθέσεις κρατικής παρανομίας, οφθαλμοφανούς αδικίας και διαφθοράς, τότε ένα μέτρο όπως αυτό της χρηματικής επιβράβευσης των καταγγελιών των πλαστών αποδείξεων θα είχε άλλο νόημα. Διότι σε γνησιότερες από τη δική μας δημοκρατίες, όπως αυτή της αρχαίας Αθήνας, των Σκανδιναβικών χωρών και της Ελβετίας, οι πολίτες μπορούν να καταγγείλουν την επίδειξη πλούτου των πολιτικών τους εκπροσώπων και τη διαφθορά και η πράξη τους αυτή δεν θεωρείται κάρφωμα, αλλά μια μορφή πολιτειακού ελέγχου. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο και το εν λόγω μέτρο της κυβέρνησης θα αποκτούσε άλλο νόημα και ηθική αξία.