Η νέα σύνοδος των Υπουργών Ενέργειας των 27 χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Πράγα ήλθε σε μία χρονική περίοδο, κατά την οποία οι προτάσεις για την εξεύρεση λύσεων έχουν, κατά το μάλλον ή ήττον, κατατεθεί και το ενεργειακό ζήτημα «πιέζει» κοινοτικά όργανα και κράτη – μέλη για την επίτευξη λύσεων.
Με βάση τα όσα γνωρίζουμε έως σήμερα, εκ μέρους της ΕΕ και πιο, συγκεκριμένα, της Κομισιόν έχει διατυπωθεί η πρόταση για την επιβολή ανώτατου ορίου τιμών αποκλειστικά ως προς το φυσικό αέριο.
Επιπλέον, εξετάζεται η πρόταση, στην οποία πρωτοστατεί ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης και η οποία συγκεντρώνει τη σύμφωνη γνώμη της Ιταλίας, της Πολωνίας και του Βελγίου. Σύμφωνα με την πρόταση αυτή, πρέπει να διαμορφωθεί ένα εύρος τιμών (διάδρομος), που θα καθορίζεται από τη χαμηλότερη χρηματιστηριακή τιμή της αγοράς, έτσι ώστε να περιοριστεί η τιμή του φυσικού αερίου.
Στην ίδια γραμμή σκέψης κινείται και η πρόταση του Γάλλου Προέδρου, Εμανουέλ Μακρόν, που συνηγορεί υπέρ του λεγόμενου «ιβηρικού υποδείγματος», που ακολουθείται από την Ισπανία και την Πορτογαλία και το οποίο στοχεύει στην καθιέρωση πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου που χρησιμοποιείται στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Η Γερμανία, από την πλευρά της, κινείται προς αντίθετη κατεύθυνση, υποστηρίζοντας ότι θα ακολουθήσει δική της ενεργειακή πολιτική, με τη δημοσιονομική ασπίδα 200 δισεκατομμυρίων ευρώ, αν και ο Καγκελάριος Όλαφ Σολτς φάνηκε να τροποποιεί αυτήν την πρόταση, ισχυριζόμενος ότι οι λύσεις δεν μπορούν να είναι αποτελεσματικές παρά μόνον όταν είναι κοινές.
Από τις λύσεις και τις πλατφόρμες λύσεων που έχουν κατατεθεί συνάγονται ορισμένα κρίσιμα συμπεράσματα.
Το πρώτο έχει να κάνει με το ότι οι τρεις στις τέσσερις από αυτές τις κατατεθείσες λύσεις αναζητούν έναν κοινό δρόμο για το μέλλον της Ένωσης, σε αντίθεση προς μία μόνη πρόταση που αποβλέπει ουσιαστικά στην επάνοδο σε μια εθνική προοπτική, η οποία όμως έχει παρέλθει, αφού την έχει υπερβεί η ίδια η δυναμική της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Με βάση αυτήν την ολοκλήρωση το ευρωπαϊκό οικοδόμημα δεν είναι ένα απλό άθροισμα εθνικών κρατών και εθνικών εγωισμών, αλλά ένα σύστημα διακρατικό, μια διακρατική οντότητα με τα δικά της θεσμικά όργανα.
Και από αυτά τα θεσμικά όργανα, η Commission είναι εκείνη, που εργάζεται περισσότερο αυτό το διάστημα, περισσότερο και από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και από το Ευρωκοινοβούλιο. Το κύριο βάρος της ευθύνης το επωμίζεται αυτό το συλλογικό ενωσιακό όργανο, επειδή βιώνει την πίεση της εξεύρεσης μιας κοινά αποδεκτής λύσης μέσα σε χρονικά περιθώρια που γίνονται σχεδόν ασφυκτικά.
Η προοπτική της «μη λύσης», δηλαδή το σενάριο της επ’ αόριστον μετάθεσης της επεξεργασίας μιας αποδεκτής λύσης, το σενάριο της μετάθεσής της στις ελληνικές καλένδες, αποκλείεται εκ των πραγμάτων, από την ίδια τη δυναμική των εξελίξεων, που φέρνει στην επιφάνεια αυτό το καίριο ζήτημα τόσο για ιδιώτες και νοικοκυριά, που βλέπουν τους λογαριασμούς να αυξάνουν και ακούν τον κ. Σόιμπλε να συμβουλεύει για «δεύτερο πουλόβερ» και τον δικτάτορα να κάνει σαρδόνια λόγο για επιστροφή στον Μεσαίωνα, όσο και για τις επιχειρήσεις, χωρίς τις οποίες δεν μπορεί να παραχθεί ο κοινωνικά αναγκαίος ιδιωτικός πλούτος.
Η επίλυση του επίκαιρου ζητήματος δεν πρόκειται, ωστόσο, να επέλθει μεμιάς. Είναι εξαιρετικά πιθανόν να υπάρξουν και άλλα συμβούλια Υπουργών, έως ότου αρθεί το αδιέξοδο, κάτι που προβλέπεται να γίνει κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Οκτωβρίου, με την κατάθεση νομοθετικής πρότασης στις 25 του μηνός. Έως τότε, το πιθανότερο είναι η ευρωπαϊκή μηχανή να προχωρήσει με τη λήψη ορισμένων μέτρων προς την κοινή – ενωσιακή κατεύθυνση. Μέχρι τώρα, μπορούμε να κρατήσουμε ως δεδομένο το γεγονός ότι οι 27 χώρες μέλη τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού μηχανισμού αγοράς για το φυσικό αέριο, μηχανισμός που θα βελτιώνει τη θέση της ΕΕ στη διεθνή αγορά.