Δύο βαθμίδες κάτω από την επενδυτική, διατήρησε ο οίκος Fitch την ελληνική πιστοληπτική αξιολόγηση, διατηρώντας και το θετικό outlook.
Στην αιτιολογική έκθεσή του ο Οίκος Fitch εξηγεί ότι το υψηλό χρέος και τα κόκκινα δάνεια, αντιστάθμισαν τα θετικά στοιχεία που θα δικαιολογούσαν αναβάθμιση.
Όπως εξηγεί ο οίκος, το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα ξεπερνά κατά πολύ τους μέσους όρους των κρατών που βρίσκονται στις βαθμίδες «BB» και «BBB». Οι αξιολογήσεις σε ότι αφορά τη διακυβέρνηση και τους δείκτες ανθρώπινης ανάπτυξης είναι επίσης από τους υψηλότερους μεταξύ των κρατών που βρίσκονται κάτω από την επενδυτική βαθμίδα.
Αυτά τα πλεονεκτήματα, όμως, αντισταθμίζονται από το πολύ υψηλό, αν και μειούμενο με ταχείς ρυθμούς, επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) και από τα υψηλά επίπεδα δημόσιου και εξωτερικού χρέους.
Οι θετικές προοπτικές αντικατοπτρίζουν την αναμενόμενη συνέχιση της μείωσης του χρέους του δημόσιου τομέα, στο πλαίσιο του ακόμη χαμηλού κόστους δανεισμού, και ενός επιπέδου ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας, παρά την επιδείνωση των προοπτικών στην ευρωζώνη τους τελευταίους μήνες.
Οι προβλέψεις της Fitch για τα δημοσιονομικά δείχνουν σταθερή μείωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ έως το 2024. Συγκεκριμένα αναμένει υποχώρηση του δημοσίου χρέους στο 175,4% έως το τέλος του 2022, χαμηλότερα από τα προ πανδημίας επίπεδα, και κάτω από το 193,3% στο τέλος του 2021.
Στη συνέχεια, ο δείκτης θα μειωθεί στο 174,4%, για να φτάσει στο 170,4% στο τέλος του 2024, καθώς θα υπάρξει επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα.
Το δημόσιο χρέος το 2024 εξακολουθεί να εκτιμάται πως θα συγκαταλέγεται στα υψηλότερα μεταξύ των χωρών που αξιολογεί η Fitch και τριπλάσιος των χωρών με αξιολόγηση «BB».
Αναφέρει ότι υπάρχουν παράγοντες που στηρίζουν τη βιωσιμότητά του χρέους, όπως τα ισχυρά ταμειακά διαθέσιμα που προβλέπεται να πλησιάσουν το 17% του ΑΕΠ στο τέλος του έτους και το χαμηλό κόστος εξυπηρέτησής του.
Η προτεινόμενη από την Eurostat εγγραφή στο χρέος της γενικής κυβέρνησης των εγγυήσεων που χορήγησε το ελληνικό δημόσιο στις τράπεζες, στο πλαίσιο του προγράμματος «Ηρακλής», θα αύξανε επί του παρόντος το επίπεδό του κατά 13,8 δισεκ. ευρώ ή 8,8% του ΑΕΠ το 2022.
Για τον προϋπολογισμό, ο Fitch προβλέπει πρωτογενές έλλειμμα 2,2% του ΑΕΠ φέτος και 0,9% το 2023 με έλλειμμα 3,5% και 2,4% αντίστοιχα, λόγω του πιο αδύναμου μακροοικονομικού περιβάλλοντος και των μέτρων στήριξης της κυβέρνησης για την ελάφρυνση του αντίκτυπου των υψηλών τιμών της ενέργειας, τα οποία θα ανέλθουν σε 4,5 δισεκ. ευρώ και 3,2 δισεκ. ευρώ αντίστοιχα.
Ο ρυθμός ανάπτυξης προβλέπεται, πάντα σύμφωνα με τον οίκο, να φθάσει το 5,5% φέτος, με την οικονομική δραστηριότητα να μένει στάσιμη το πρώτο εξάμηνο του 2023 πριν ανακάμψει στο δεύτερο εξάμηνο. Λόγω της αδύναμης σύγκρισης με τα φετινά μεγέθη («carry over»), ο Fitch προβλέπει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα είναι οριακά αρνητικός το 2023 (-0,2%), ενώ το 2024 εκτιμά πως θα εδραιωθεί η ανάκαμψη και προβλέπει ετήσια ανάπτυξη 1,8%.
Για τον πληθωρισμό, με βάση τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή, ο Fitch προβλέπει ότι θα φθάσει το 9,8% μεσοσταθμικά φέτος, θα υποχωρήσει στο 4,5% το 2023 και θα καταγράψει μεγάλη μείωση το 2024.