Γεννημένος στην καρδιά της Αθήνας, γιος δικαστικού γραφολόγου και μιας τυπικής Ελληνίδας μητέρας, που νοιάζεται τον άνδρα της και τα παιδιά της, ο νεαρός Πουλαντζάς λαμβάνει την τυπική συντηρητική αγωγή της εποχής. Έμαθε να μην δημοσιοποιεί το ιδιωτικό του, να μη βγάζει το κρεβάτι του στο δρόμο. Ο συντηρητικός πατέρας διακρίνει την κλίση του γιου του στα γράμματα και τον παροτρύνει με τον τρόπο να καλλιεργήσει τις δεξιότητές του. Εγγράφεται στο Πειραματικό, συμμαθητής του μεταγενέστερου πρωθυπουργού Κ. Σημίτη, όχι γιατί η στρατολόγηση της διοικητικής και πολιτικής ελίτ αρχίζει – κανόνας άγραφος μα ιερός – από τα γυμνασιακά έτη, κατά τη διάρκεια των οποίων σωρεύεται ο «πλούτος των πολύτιμων γνωριμιών», αλλά γιατί απλούστατα ήθελε να μάθει.
Δεινός φοιτητής, τελειώνει – πάντα με άριστα – τις σπουδές στην Νομική Αθηνών. Μετά η Γερμανία και το ψύχος της, που δεν αγάπησε ποτέ. Το διδακτορικό σε χρόνο – ρεκόρ στη φιλοσοφία του δικαίου. Λέει στα ίσα στον επιβλέποντα ότι δεν τον ενθουσιάζει η υποψία του μάλλον ναζιστικού παρελθόντος του και εκείνος, εν τη μεγαθυμία του, τον στέλνει στο Παρίσι. Ο Πουλαντζάς ανθίζει. Κάποιες διδασκαλίες, τα πρώτα λεφτά. Απανωτά βαριά τσιγάρα. Η δεύτερη μελέτη. Η αναγνώριση από το εξαιρετικά απαιτητικό πανεπιστημιακό κατεστημένο. Ο Σαρτρ και, κυρίως, ο Φουκώ. Το πάθος της διδασκαλίας, που για τόσους άλλους είναι κατά τι περισσότερο από χάσιμο χρόνου, η μέριμνα για κάθε φοιτητή.
Η τελειομανία για τα γραπτά, που τα νανουρίζει και τα χτενίζει δεκάδες φορές πριν καταλήξει στην τελική μορφή
Ο Πουλαντζάς πολιτικοποιείται, περνά από το Κέντρο στις γραμμές του Εσωτερικού. Εκμυστηρεύεται ότι, ίσως, πολιτευθεί, με εκείνο το αδιόρατο και νεφελώδες «κάποτε». Ακολουθούν τα συχνά ταξίδια στην Ελλάδα, στο γενέθλιο σπίτι της οδού Βερανζέρου, το πάθος για τη θάλασσα, η αγορά ενός διαμερίσματος στο Παλαιό Φάληρο για να έχει ακριβώς τη θάλασσα μπρος στο βλέμμα του, με τα μεγάλα μαύρα μάτια και με τους κατακτημένους μαύρους κύκλους κάτω από αυτά, οι διαλέξεις στην Πάντειο και η ελπίδα για πιθανή εκλογή του στην αγαπημένη του πατρίδα, με τα εκκλησάκια της που λάτρευε – χριστιανός και μαρξιστής, συνάμα.
Πικραίνεται. Τα συντροφικά μαχαιρώματα είχαν αρχίσει από τότε, ακόμη και για τον ένθερμο της ανοικτής πολιτικής και του ανοικτού μαρξισμού. Ο αγώνας να κοντύνουμε τη μεγάλη περίπτωση. Η αδόκητη πρόσκληση για επιστροφή στην Ελλάδα και εκλογή από τον μεγάλο ιδεαλιστή και θεωρητικό της εγχώριας δεξιάς, τον Κωνσταντίνο Τσάτσο. Τα κόβει όλα μαχαίρι, με το απονενοημένο διάβημα του ‘79. Ήταν μόλις 43 ετών. Αρχές του Οκτώβρη. Νωρίς.