Το κείμενο θέτει τη διερώτηση εάν και σε ποιο βαθμό η σημερινή Τουρκία μπορεί και πρέπει να συμμετάσχει στις ευρωπαϊκές διεργασίες. Η απάντηση είναι μάλλον αρνητική.
Στο στρατόπεδο του “όχι”, τα επιχειρήματα είναι ξεκάθαρα: η Τουρκία δεν είναι πλέον κράτος δικαίου, διατηρεί διαρκώς έναν αντιδυτικό και απρόβλεπτο λόγο, αμφισβητεί τα διεθνώς αναγνωρισμένα σύνορα και έχει προσφέρει ένα σημαντικό στρατηγικό πλεονέκτημα στο Κρεμλίνο αγοράζοντας τους πυραύλους S -400.
Εξετάζοντας τη σύγκρουση που πυροδότησε η Μόσχα στην Ευρώπη, η Τουρκία καταβάλλει πράγματι αξιέπαινες προσπάθειες διευκόλυνσης.
Είναι ωστόσο σαφές ότι, σε αυτή τη διπλωματία, ο πρόεδρος Erdogan εμμένει πιστά στον ρωσικό λόγο για το ανώφελο των ευρωπαϊκών κυρώσεων και ότι τα οικονομικά οφέλη για την Τουρκία είναι σημαντικά σε ένα πλαίσιο οξείας οικονομικής κρίσης.
Εδώ, τα εκλογικά κίνητρα του Τούρκου προέδρου για το 2023 είναι εμφανή και η εγγύτητα του με τον Vladimir Poutine είναι μέρος του παιχνιδιού του.
Πέρα από τη ρωσική εισβολή, η παρουσία της Τουρκίας σε μια μελλοντική «πολιτική κοινότητα» είναι θέμα θεμελιωδών ευρωπαϊκών αρχών. Ωστόσο, εσωτερικά και εξωτερικά, ο Erdogan εφαρμόζει το «ρωσικό μοντέλο» διακυβέρνησης και συχνά βρίσκεται κοντά στην Ουγγαρία του Βίκτορ Όρμπαν (Viktor Orban).
Η προσφιλής στους Ευρωπαίους πολιτική κατευνασμού ή τα οικονομικά και χρηματοπιστωτικά συμφέροντα κάποιων δικαιολογούν την πολιτική οικειότητα με την Τουρκία του Erdogan;
Αντικειμενικά, οποιαδήποτε επιστροφή, όσο ελάχιστη κι αν είναι, στο κράτος δικαίου θα μείωνε τις πιθανότητες επανεκλογής ενός προέδρου που έχει στοιχηματίσει τα πάντα στα εθνικιστικά αντανακλαστικά του εκλογικού του σώματος και στην υπεροχή του προσωπικού του ρόλου, όπως αποδεικνύεται από πρόσφατες πολιτικές, οικονομικές και δικαστικές αποφάσεις.
Έχοντας αποδείξει τη συγγένειά του με την ευρασιατική αυταρχική λέσχη, ο Τούρκος ηγέτης μάλλον δεν έχει καμία πρόθεση να έρθει πιο κοντά με τις ευρωπαϊκές δημοκρατίες.
Τι θα γίνει με τη σύνοδο κορυφής της Πράγας; Εντός των 27, η ποικιλομορφία των απόψεων για μια «ευρωπαϊκή πολιτική κοινότητα» είναι τέτοια που δεν πρέπει να περιμένει κανείς πλήρη συναίνεση υπό την τσεχική προεδρία.
Οι διάφορες χώρες τις οποίες αφορά η πολιτική διεύρυνσης της ΕΕ βρίσκονται σε πολύ διαφορετικές καταστάσεις.
Είναι πολύ δύσκολο σε αυτές τις συνθήκες να βρεθεί ένας κοινός παρονομαστής. Αυτός είναι και ο λόγος που ανακοινώθηκε ξεκάθαρα ότι δεν θα υπάρξουν επίσημα συμπεράσματα στη σύνοδο κορυφής της 6ης Οκτωβρίου.
Η πορεία προς τον συμβιβασμό, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, περιλαμβάνει πιθανώς την υψηλή προτεραιότητα που δίδεται, στις συζητήσεις της συνόδου κορυφής, σε κοινούς προσανατολισμούς όσον αφορά τη ρωσική εισβολή και στις αρχές που καθοδηγούν τις αντιδράσεις των συμμετεχόντων.
Θα ήταν ήδη ένα αξιοσημείωτο αποτέλεσμα εάν η Τουρκία μπορούσε -σε κοινή δήλωση με την ΕΕ- να ανανεώσει την καταδίκη της για τη ρωσική εισβολή και να αναλάβει επίσημη δέσμευση να μην διευκολύνει την παράκαμψη των δυτικών κυρώσεων από τη Μόσχα, ένα ακανθώδες ζήτημα.
Ας ξεχάσουμε την realpolitik: αν η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν επαναβεβαίωνε ξεκάθαρα τις δημοκρατικές της αρχές στην Πράγα, θα απαρνιόταν τον εαυτό της. Έτσι, η Άγκυρα θα εμπόδιζε το ευρωπαϊκό μοντέλο επιβάλλοντας τις παραμέτρους της και θα προωθούσε το ρωσικό μοντέλο παγιώνοντας στα σύνορα της Ευρώπης την επιθυμία να διατηρήσει τα συμφέροντα του Κρεμλίνου.
Αυτό θα ήταν πάνω από όλα μια πολιτική νίκη για το Κρεμλίνο έναντι της ΕΕ μετά τις στρατιωτικές νίκες του 2019 και του 2020 κατά του ΝΑΤΟ.