«Μου φέρθηκαν με τον συνηθισμένο στερεοτυπικό τρόπο που έχουν για να “κόβουν” τους ανθρώπους. Κάποιοι με προκάλεσαν και τους αγνόησα. Συνέχισα να περπατώ ευθεία, με μερικούς οπλισμένους φρουρούς στο πλάι μου, κράτησα ψηλά το κεφάλι και ήμουν περήφανη που έγινα η πρώτη ιθαγενής γυναίκα που έκανε αυτή την πολιτική τοποθέτηση στα Οσκαρ», δήλωσε σε μεταγενέστερη συνέντευξή της.
Ηδη από τον Φεβρουάριο του 1973 η μικρή πόλη Wounded Knee της Νότιας Ντακότας τελούσε υπό κατάληψη από υποστηρικτές του Αμερικανικού Κινήματος Ιθαγενών, οι οποίοι διαμαρτύρονταν για την αντιμετώπιση των ιθαγενών πληθυσμών από την τότε κυβέρνηση των ΗΠΑ. Ενα μήνα μετά, κι ενώ το αρχικό ενδιαφέρον της κοινής γνώμης είχε καταλαγιάσει, τα μίντια αποσύρθηκαν πλήρως, σταματώντας να μεταδίδουν από την περιοχή, η οποία βρισκόταν πλέον σε αυστηρό αστυνομικό κλοιό. Το βράδυ των Οσκαρ, ωστόσο, ο Μπράντο ειδοποίησε τους καταληψίες να συντονιστούν στην τελετή απονομής. Η Λιτλφέδερ ανέβηκε στη σκηνή και, μεταξύ άλλων, αναφέρθηκε στην κατάσταση στο Wounded Knee. Το μιντιακό μποϊκοτάζ έσπασε. Μέσα στις δεκαετίες που ακολούθησαν, η Σατσίν Λιτλφέδερ συνέχισε την ακτιβιστική δράση της, ενώ παράλληλα δούλεψε στο θέατρο και στον τομέα της υγείας. Η ίδια σε συνέντευξή της ανέφερε πως το Χόλιγουντ την έβαλε στη «μαύρη λίστα» έπειτα από τα γεγονότα της απονομής, παρόλο που στην πορεία έπαιξε μερικούς μικρούς ρόλους σε ταινίες. Σχετικά με το τέλος, όμως, είπε: «Οταν πεθαίνουμε, ξέρουμε πως πηγαίνουμε στον κόσμο των πνευμάτων από όπου προήλθαμε. Το δεχόμαστε αυτό σαν πολεμιστές με περηφάνια κι όχι ηττοπάθεια, προσμένοντας να συναντήσουμε τους προγόνους μας που θα βρίσκονται εκεί στην τελευταία μας πνοή και θα μας καλωσορίσουν στην άλλη πλευρά με μια μεγάλη γιορτή για εμάς».