Η ΕΕ βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα σοβαρό δίλημμα σχετικά με την υποδοχή των Ρώσων που διαφεύγουν από τη μερική επιστράτευση στο ουκρανικό μέτωπο. Ορισμένες χώρες θέλουν να υποστηρίξουν τους αντιπάλους του Β. Πούτιν, άλλες φοβούνται για την ασφάλεια της Ένωσης. Μια ειδική, έκτακτη σύσκεψη των πρεσβευτών των 27 χωρών μελών της ΕΕ έχει προγραμματιστεί για τη Δευτέρα.
Πιο συγκεκριμένα, η Γερμανία είναι έτοιμη να τους υποδεχτεί, αλλά οι χώρες της Βαλτικής είναι εχθρικές απέναντί τους. Η μοίρα των Ρώσων που φεύγουν από την επιστράτευση του δικτάτορα του Κρεμλίνου διχάζει την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι Ευρωπαίοι εμφανίζονται σαν παγιδευμένοι μεταξύ της επιθυμίας να υποστηρίξουν τους αντιπάλους του Β. Πούτιν και των φόβων τους για την ασφάλεια στο εσωτερικό της ΕΕ.
Στις Βρυξέλλες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή «παρακολουθεί την κατάσταση πολύ προσεκτικά» και διαβουλεύεται με τα κράτη μέλη, δήλωσε ο εκπρόσωπός της, Έρικ Μάμερ: «Είναι μια λεπτή ερώτηση», παραδέχτηκε.
Μια ειδική, έκτακτη συνάντηση των πρεσβευτών των 27 έχει προγραμματιστεί για τη Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου στις Βρυξέλλες.
Ο Ευρωπαίος αξιωματούχος δεν έδωσε στοιχεία για την έκταση της άφιξης των Ρώσων στην ΕΕ μετά την εντολή ««μερικής επιστράτευσης» στο ουκρανικό μέτωπο, που ανακοινώθηκε την Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου από τον Πούτιν.
Στα σύνορα της Φινλανδίας, ο αριθμός των Ρώσων πολιτών που θέλουν να περάσουν στο ευρωπαϊκό έδαφος έχει διπλασιαστεί τις τελευταίες τρεις ημέρες.
Εάν η διαχείριση των εθνικών συνόρων αποτελεί αρμοδιότητα των κρατών μελών, το ευρωπαϊκό δίκαιο εγγυάται την πρόσβαση στο δικαίωμα ασύλου.
Ωστόσο, η απόκτηση της προστασίας εκ μέρους της ΕΕ δεν είναι «αυτόματη», αλλά υπόκειται σε εξέταση κατά περίπτωση, υπενθυμίζει η Επιτροπή, τονίζοντας ότι η κατάσταση είναι «πρωτοφανής» και πρέπει ακόμη να ληφθούν υπ’ όψη οι «κίνδυνοι για την ασφάλεια».
Πρόκειται για έναν κίνδυνο, στον οποίο οι χώρες που συνορεύουν με τη Ρωσία είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες. Τα κράτη της Βαλτικής και η Πολωνία είχαν ήδη περιορίσει την είσοδο Ρώσων πολιτών στο έδαφός τους πιο δραστικά από ό,τι αλλού στην ΕΕ. Η Φινλανδία ανακοίνωσε χθες ότι επρόκειτο να περιορίσει σημαντικά την πρόσβαση των Ρώσων στο έδαφός της, αρνούμενοι όσους έχουν τουριστική βίζα από μια ευρωπαϊκή χώρα του χώρου Σένγκεν.
«Πολλοί Ρώσοι που φεύγουν από τη Ρωσία λόγω της επιστράτευσης […] δεν πρέπει να θεωρούνται αντιρρησίες συνείδησης», κατά τον Λετονό Υπουργό Εξωτερικών, ο οποίος πρόσθεσε ότι «υπάρχουν σημαντικοί κίνδυνοι για την ασφάλεια στη φιλοξενία τους στην ΕΕ».
Ο Λιθουανός Υπουργός Άμυνας έκρινε ότι «η επιστράτευση δεν θα ήταν επαρκής λόγος» για να αποκτήσει κάποιος Ρώσος πολιτικό άσυλο. Αλλά «αν υπήρχαν πράξεις δίωξης ταυτόχρονα, θα το εξετάζαμε», δήλωσε, προσθέτοντας ότι δεν είχε δει πολλούς Ρώσους στα σύνορα με τη χώρα του, σε αντίθεση με «την Τουρκία και τη Γεωργία».
Η Εσθονία αρνείται, επίσης, να «προσφέρει προστασία στους λιποτάκτες». «Αυτό θα ήταν θεμελιωδώς αντιφατικό με τον σκοπό των κυρώσεων μας μέχρι στιγμής, οι οποίες στοχεύουν τη συλλογική ευθύνη των Ρώσων πολιτών», δήλωσε ο Υπουργός Εσωτερικών της Χώρας.
Η Τσεχική Δημοκρατία κινείται στην ίδια γραμμή και, έτσι, δεν θα τους χορηγήσει ανθρωπιστική βίζα.
Η Γαλλίδα Υπουργός Εξωτερικών Κατρίν Κολονά, από την άλλη πλευρά, έκρινε ότι ήταν απαραίτητο «να ανταποκριθεί στην επιθυμία μεγάλου μέρους του ρωσικού πληθυσμού να εκφράσει τις απόψεις του και μερικές φορές να εγκαταλείψει τη Ρωσία για να έρθει στην υπόλοιπη ήπειρο». «Θέλουμε να τιμωρήσουμε τους ολιγάρχες, θέλουμε να τιμωρήσουμε όσους υποστηρίζουν την πολεμική προσπάθεια […], αλλά είναι απαραίτητο να επιτραπεί η επαφή με
Ρώσους πολίτες», δήλωσε κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στο τέλος της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη.
Ομοίως, το Βερολίνο τόνισε «ότι ένας δρόμος πρέπει να παραμείνει ανοιχτός στους Ρώσους για να έρθουν στην Ευρώπη και τη Γερμανία». «Άλλες χώρες, όπως οι χώρες της Βαλτικής ή η Φινλανδία, αντέδρασαν διαφορετικά για ευνόητους εθνικούς λόγους», σχολίασε ο εκπρόσωπος του Γερμανού Καγκελαρίου.
Η Γερμανίδα Υπουργός Εσωτερικών Νάνσι Φέιζερ ανέφερε επίσης ότι «όποιος εναντιώνεται γενναία στον Πούτιν και έτσι θέτει τον εαυτό του σε μεγάλο κίνδυνο μπορεί να υποβάλει αίτηση για πολιτικό άσυλο», δείχνοντας ότι η Γερμανία ακολουθεί μια πιο «ανοιχτή» στο λεπτό αυτό ζήτημα