Κοσμογονικές αλλαγές στην κατανάλωση τροφίμων έχουν καταγραφεί τα τελευταία χρόνια, καθώς οι απανωτές κρίσεις που έχουν σημειωθεί διεθνώς, έχουν φέρει τα πάνω κάτω στη βασικότερη ανάγκη του ανθρώπινου είδους, εκείνη της τροφής.
«Η κατανάλωση έχει αλλάξει ραγδαία. Πλέον έχουμε φτάσει σε σημείο να αναρωτιόμαστε πού θα φάμε ή ακόμη και με ποιον θα φάμε», ανέφερε ο ερευνητής και επίκουρος καθηγητής στο πανεπιστήμιο γαστρονομικών επιστημών Pollenzo, Michele Filippo Fontefrancesco, μιλώντας πρόσφατα σε πάνελ για το μέλλον της γεωργίας και αγροδιατροφής, στο πλαίσιο των εργασιών του 3rd Thessaloniki Helexpo Forum.
Οι απανωτές κρίσεις και τα απόνερά τους στην κατανάλωση
Μια μεγάλη ανατροπή των τάσεων που επικρατούσαν στην κατανάλωση φαγητού καταγράφηκε μετά το ξέσπασμα της πανδημίας του κορονοϊού, καθώς η υγειονομική κρίση που «σκέπασε» με πρωτοφανή τρόπο τον πλανήτη προκάλεσε σοβαρές αναταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα -τα απόνερά τους γίνονται ακόμη αισθητά αφού η κατάσταση δεν έχει πλήρως ομαλοποιηθεί- περιορίζοντας αισθητά την κατανάλωση. Ο εφιάλτης μιας πανδημίας ήταν άλλωστε τέτοιος που ανάγκασε τους καταναλωτές να στραφούν σε έναν πιο υγιεινό τρόπο ζωής, αγοράζοντας αγαθά υψηλής διατροφικής αξίας. «Ο κόσμος επιστρέφει σήμερα στο υγιεινό φαγητό, σε πλήρη αντιδιαστολή με τη δεκαετία του ’80 όταν ξεκίνησε ο «έρωτας» με το βιομηχανικό φαγητό», εξήγησε ο Fontefrancesco.
Σοβαρά προβλήματα διάθεσης των ειδών διατροφής, με αιχμή τα σιτηρά και τα έλαια, προέκυψαν για τον πλανήτη τον περασμένο Φεβρουάριο κατά τη ρωσική εισβολή στα ουκρανικά εδάφη. Δεδομένου ότι Ρωσία και Ουκρανία αντιπροσωπεύουν περίπου το 30% των παγκόσμιων εξαγωγών σίτου, το 20% των παγκόσμιων προμηθειών καλαμποκιού και το 80% των παγκόσμιων εξαγωγών ηλιελαίου, οι ανησυχίες για ελλείψεις στην αγορά «χτύπησαν κόκκινο» πριν από μερικούς μήνες.
Σε αυτό το ήδη τεταμένο περιβάλλον θα πρέπει να προστεθούν οι ανυπολόγιστες συνέπειες της κλιματικής αλλαγής που έχουν ήδη κάνει την εμφάνιση τους –ο κίνδυνος ξηρασίας μεγάλου ποσοστού γόνιμων εδαφών ανά τον κόσμο είναι τεράστιος με ό,τι κι αν συνεπάγεται αυτό για την κατανάλωση τροφίμων στο μέλλον– ενώ, ταυτόχρονα, η ενεργειακή κρίση και η έκρηξη του πληθωρισμού παγκοσμίως ανατρέπουν πολλά από όσα ίσχυαν μέχρι σήμερα στην κατανάλωση. Η εκτόξευση του κόστους παραγωγής μεταβάλλει τις ισορροπίες στον πρωτογενή τομέα, επιφέροντας πλειάδα αλλαγών στην κατανάλωση.
«Ακόμη κι αν ο κίνδυνος για το ξέσπασμα μιας επισιτιστικής κρίσης δείχνει να απομακρύνεται, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει σοβαρό πρόβλημα πρόσβασης στα είδη διατροφής» προειδοποίησε ο καθηγητής Fontefrancesco. «Πλέον όλα έχουν αλλάξει. Από το πόσο κοστίζει το μαγείρεμα για ένα φαγητό έως το πόσο έχει αυξηθεί ο κίνδυνος φτώχειας και υποσιτισμού για μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού», πρόσθεσε.
Η όξυνση άλλωστε των πληθωριστικών πιέσεων που ροκανίζει τα εισοδήματα των καταναλωτών έχει αναγκάσει τους τελευταίους να περιορίζουν τις αγορές τους ακόμη και στα είδη διατροφής. Αγοράζουν μικρότερες ποσότητες άρα καταναλώνουν μικρότερες ποσότητες ή ακόμη και λιγότερα προϊόντα. Σε περιόδους κρίσης οι καταναλωτές είθισται, μάλιστα, να επιλέγουν για κατανάλωση φτηνότερα είδη διατροφής. Καθώς τα δεδομένα αλλάζουν διαρκώς στην αγορά τροφίμων, θέματα όπως η ποιότητα και η ασφάλεια των ειδών διατροφής έρχονται σε πρώτο πλάνο.
Ακρίβεια και γρήγοροι ρυθμοί ζωής αλλάζουν τα δεδομένα στην κατανάλωση τροφίμων στην Ελλάδα
«Μέσα στην εκάστοτε κρίση ένα πράγμα μένει σταθερό και αυτό δεν είναι άλλο από τη ζήτηση για τροφή», σχολίασε από την πλευρά της, συμμετέχοντας στο ίδιο πάνελ, η βουλευτής Καστοριάς και αναπληρώτρια Τομεάρχης Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Ολυμπία Τελιγιορίδου, επισημαίνοντας πως όλες οι κρίσεις χρειάζονται μια ολιστική αντιμετώπιση.
Η ίδια εξέφρασε την ανάγκη η Ελλάδα να δώσει διεξόδους στις αλλεπάλληλες κρίσεις, ξεκινώντας από την αλλαγή του παραγωγικού της μοντέλου.
Όπως είναι φυσικό, οι ανατροπές στην κατανάλωση έχουν αλλάξει δραματικά και τις αγοραστικές συνήθειες των Ελλήνων. Σύμφωνα με νέα έρευνα του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα, το κύμα ακρίβειας έχει αναγκάσει οκτώ στους 10 Έλληνες να κυνηγούν προσφορές και εκπτώσεις, με στόχο την εξοικονόμηση χρημάτων. Το 75% των καταναλωτών δηλώνει ότι επιλέγει οικονομικότερες ή φθηνότερες επιλογές προϊόντων, κάτι που αποδεικνύεται από την αύξηση των πωλήσεων των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας το πρώτο τρίμηνο του 2022, η οποία πλησιάζει το 10%, ενώ το 67% παραδέχεται ότι έχει μειώσει συνολικά τις αγορές σε είδη τροφίμων και είδη παντοπωλείου.
Παράγοντες της αγοράς επιβεβαιώνουν, άλλωστε, ότι τους τελευταίους μήνες οι Έλληνες έχουν περιορίσει την κατανάλωση κρέατος, λόγω του αυξημένου κόστους, επιλέγοντας οικονομικότερες λύσεις, όπως τα όσπρια και τα ζυμαρικά.
Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις της ICAP CRIF, το 2022 η εγχώρια αγορά των έτοιμων φαγητών εκτιμάται πως θα σημειώσει θετικούς ρυθμούς μεταβολής στις περισσότερες κατηγορίες προϊόντων. Ο κλάδος των τυποποιημένων έτοιμων γευμάτων (ready meals), τα οποία διατίθενται μέσω των σούπερ μάρκετ, διακρίνονται σε τέσσερις βασικές κατηγορίες όσον αφορά στη μορφή διάθεσή τους, ήτοι σε κατεψυγμένα, θερμοκρασίας ψυγείου, θερμοκρασίας περιβάλλοντος και αποξηραμένα.
H ζήτηση για έτοιμα φαγητά είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τους γρήγορους ρυθμούς ζωής και ως αποτέλεσμα αυτών, την τάση για «λιγότερο μαγείρεμα στο σπίτι». Οι αυξημένες επαγγελματικές υποχρεώσεις των μελών της οικογένειας και η συνεπακόλουθη μείωση του ελεύθερου χρόνου, ιδιαίτερα στα μεγάλα αστικά κέντρα, ωθούν τους καταναλωτές σε εύκολες λύσεις διατροφής. Ακόμη, το μέγεθος και το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, η διαφήμιση που ωθεί το καταναλωτικό κοινό προς συγκεκριμένα εμπορικά σήματα, καθώς επίσης και οι συνθήκες έντονου ανταγωνισμού από τα προϊόντα των καταστημάτων εστίασης (ιδίως λόγω των υπηρεσιών delivery) και των εστιατορίων γρήγορης εξυπηρέτησης (fast food), επηρεάζουν σημαντικά τη ζήτηση των τυποποιημένων έτοιμων φαγητών. Παρ’ όλα αυτά, η τιμή πώλησης αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα που καθορίζει την τελική επιλογή του καταναλωτή ανάμεσα σε πλήθος εμπορικών σημάτων που διατίθενται στην αγορά