Γεννημένη για υπουργός δύσκολων αποστολών, μπορεί να σκεφθεί κανείς. Αβίαστη και σίγουρα αβασάνιστη μια τέτοια γνώμη. Η Ντόρα Μπακογιάννη θα μπορούσε να έχει σταθεί και ως πρόεδρος του κόμματος, διότι διέθετε προεδρικό προφίλ. Το momentum, όμως, ήταν αρνητικό για εκείνη. Το κόμμα κρίθηκε – πέρα, για ακόμη μια φορά, από φυλάρχους, ενδοκομματικές επιλεκτικές σταυροδοσίες, εσωτερικούς βυζαντινισμούς που συναντάμε, άλλωστε, σε κάθε συλλογική οργάνωση – ότι έπρεπε να αφήσει τα πολιτικά ύδατα του μεσαίου χώρου και να κλίνει επί δεξιά.
Με αυτήν την έννοια, όμως, είναι μάλλον αδικημένη. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι αδικεί τον εαυτό της. Έχοντας σωρεύσει εμπειρία χρόνων, διαθέτει ένα σπάνιο και οξυμμένο πολιτικό αισθητήριο, που, με βάση την πολιτική φιλολογία, εισηγείται μια λελογισμένη συντηρητική στροφή στην πορεία του κόμματος, ενώ, παράλληλα, είναι μία πραγματικά απολαυστική ομιλήτρια σε καίρια εθνικά θέματα και σε επί μέρους ζητήματα εξωτερικής πολιτικής σε έναν κόσμο ταραγμένο από πολέμους, που είχαμε ξεχάσει, και από ενεργειακές και πληθωριστικές κρίσεις, που βίωσαν παλαιότερες γενιές.
Δεν κράτησε κακίες για πρόσωπα, στάσεις, συμπεριφορές. Αυτό θα την έκανε πιο φθηνή ως άνθρωπο, ως πολιτικό ον. Συνεχίζει να κάνει αυτό που ξέρει καλά: να εργάζεται για το καλό του κόμματος και του Προέδρου. Δεν ξίνισε, ωρίμασε στην κρίση της και ομόρφυνε στην εξωτερική της όψη. Άρα και στην εσωτερική της.