Οι ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ μπορεί να είναι διαφορετικές φέτος, γράφει ο Νέιτ Κον στους New York Times.
Οι ενδιάμεσες εκλογές (midterms) πραγματοποιούνται ανά τετραετία μεν αλλά δύο χρόνια έπειτα από τις προεδρικές, αναδιαμορφώνοντας τις πλειοψηφίες στα δύο σώματα του Κογκρέσου: τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία.
Το κόμμα που βρίσκεται κάθε φορά στον Λευκό Οίκο τείνει «παραδοσιακά» να μην τα πηγαίνει καλά, ή τουλάχιστον όχι τόσο καλά, στις ενδιάμεσες κάλπες.
Εάν υπάρχει μια παραδοχή που αποτυπώνει γιατί το κόμμα του προέδρου μετρά απώλειες στις midterms, αυτή είναι η παραδοχή σύμφωνα με την οποία οι ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ αποκτούν κάθε φορά χαρακτήρα «δημοψηφίσματος» για τον πρόεδρο και τη μέχρι εκείνη την στιγμή πορεία του.
«Εάν είναι δημοψήφισμα, τότε οι Δημοκρατικοί έχουν πρόβλημα. Σε τελική ανάλυση, η δημοτικότητα του προέδρου Μπάιντεν έχει πια υποχωρήσει κοντά στο 40%», γράφει ο Νέιτ Κον στους Τάιμς της Νέας Υόρκης.
Ωστόσο, φέτος τα πράγματα ενδέχεται να εξελιχθούν κατά τρόπο διαφορετικό. Γιατί; Λόγω… Τραμπ και… Google.
«Σκεφτείτε το εξής», γράφει ο Κον στους NY Times: «Ο Ντόναλντ Τραμπ εξακολουθεί να προσελκύει περισσότερο ενδιαφέρον στις αναζητήσεις μέσω Google από τον Τζο Μπάιντεν» κι αυτό «δεν θυμίζει σε τίποτα τις προηγούμενες ενδιάμεσες εκλογές, οπότε η προσοχή εστιαζόταν αποκλειστικά στον εκάστοτε πρόεδρο» και όχι στον προκάτοχό του.
Οι αναζητήσεις μέσω Google φανερώνουν ωστόσο κάτι που πολύ δύσκολα αμφισβητείται: Εν προκειμένω την σκιά που συνεχίζει να ρίχνει ο Ντόναλντ Τραμπ πάνω από την τρέχουσα προεκλογική περίοδο στις ΗΠΑ, αποσπώντας συχνά την προσοχή των μέσων ενημέρωσης, των υποψηφίων και των ψηφοφόρων από τον πρόεδρο Μπάιντεν.Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, πολλοί από τους υποψηφίους των Ρεπουμπλικάνων για τη Βουλή και τη Γερουσία πέρασαν την περασμένη περίοδο των προκριματικών εκλογών για το χρίσμα του κόμματός τους όχι επικεντρωμένοι στον «εχθρό» Μπάιντεν αλλά προσπαθώντας να εξασφαλίσουν την υποστήριξη του Τραμπ και των υποστηρικτών του.
Ο Νέιτ Κον των New York Times παρομοιάζει τις ενδιάμεσες εκλογές με «θερμοστάτη». Όταν οι ψηφοφόροι βλέπουν την «θερμοκρασία» να ανεβαίνει προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση (πολιτικά μιλώντας), αποφασίζουν «να κατεβάσουν τον διακόπτη» περιορίζοντας έτσι την φόρα με την οποία κινείται η εκάστοτε προεδρική διοίκηση.
Ενδεχομένως για αυτόν τον λόγο, πρόεδροι που είχαν περισσότερο φιλόδοξη ατζέντα (Λίντον Τζόνσον, Μπιλ Κλίντον, Μπαράκ Ομπάμα) είδαν τις παρατάξεις τους να υφίστανται πολύ μεγαλύτερες απώλειες στις ενδιάμεσες κάλπες, ενώ αντιθέτως οι απώλειες ήταν συγκριτικά μικρότερες για προέδρους (όπως ο Τζίμι Κάρτερ και ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος) που είχαν πιο χαμηλά τον πήχυ.
Ωστόσο φέτος, δεν είναι ο Δημοκρατικός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν εκείνος που ανέβασε τη «θερμοκρασία» προεκλογικά, ωθώντας τις εξελίξεις προς μια κατεύθυνση δικής του επιλογής, αλλά το προσκείμενο στους Ρεπουμπλικάνους Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ που ανέτρεψε το μέχρι πρότινος συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα στην άμβλωση προκαλώντας έτσι συσπειρωτικού τύπου αντιδράσεις όχι στην πλευρά των Ρεπουμπλικάνων που βρίσκονται στην «αντιπολίτευση» αλλά στην πλευρά των Δημοκρατικών που βρίσκονται στην προεδρία.
Πηγή:New York Times