Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εγκρίνει το νέο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο. Το εν λόγω Σύμφωνο πρέπει να εγκριθεί πριν από τις επόμενες ευρωεκλογές, οι οποίες είναι προγραμματισμένες να γίνουν την Άνοιξη του 2024. Η επικαιροποίηση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική στις μέρες μας, που η πίεση από τις μεταναστευτικές ροές προς τα εθνικά κράτη – μέλη αυξάνει θεαματικά.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μαζί με τους μόνιμους αντιπροσώπους της Τσεχίας, της Σουηδίας, της Ισπανίας, του Βελγίου και της Γαλλίας συμφώνησαν να εγκρίνουν το Σύμφωνο για τη μετανάστευση και το άσυλο έως τον Φεβρουάριο του 2024, ώστε να διασφαλιστεί ότι η νομοθεσία θα εγκριθεί πριν από τις επόμενες ευρωπαϊκές εκλογές του Μαΐου 2024.
Στο έγγραφο αναφέρεται ότι το Σύμφωνο, μαζί με το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου «αποτελούν κορυφαία προτεραιότητα στις εργασίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι δύο πλευρές θα πρέπει να καταβάλουν τις απαραίτητες προσπάθειες και να συνεργαστούν όσο το δυνατόν στενότερα, με πνεύμα ειλικρινούς συνεργασίας, για την έγκριση των νομοθετικών προτάσεων πριν από το τέλος της νομοθετικής περιόδου 2019-2024».
Το έγγραφο αναφέρει ότι για να επιτευχθεί συμφωνία πριν από τον Φεβρουάριο του 2024, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των συννομοθετών θα πρέπει να ξεκινήσουν μέχρι το τέλος του 2022.
«Οι πολίτες αναμένουν λύσεις για τη μετανάστευση. Η καθυστέρηση των αποφάσεων δεν αποτελεί επιλογή» έγραψε η πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Ρομπέρτα Μέτσολα σε ένα tweet.
«Εδώ και πάρα πολύ καιρό πιέζουμε για κοινή δράση της ΕΕ. Ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός, που δημιουργεί σημαντική δυναμική για την επίτευξη των στόχων» πρόσθεσε η ίδια.
Ωστόσο, παρά την υπόσχεση για την ολοκλήρωση των νομοθετικών μεταρρυθμίσεων, δεν δόθηκαν πληροφορίες σχετικά με το γιατί αυτό είναι πιο πιθανό από ό,τι στο παρελθόν. Οι εθνικές κυβερνήσεις παραμένουν διχασμένες όσον αφορά τη μεταρρύθμιση της μετανάστευσης και του ασύλου, όπως συμβαίνει από την κρίση που προκάλεσαν οι μεγάλοι αριθμοί μεταναστών που έφτασαν στην Ευρώπη για να ξεφύγουν από τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία το 2015.
Ισχύουσα νομοθεσία
Έχοντας αποτύχει να καταλήξει σε συμφωνία για μια ριζική μεταρρύθμιση του συστήματος μετανάστευσης και ασύλου της ΕΕ κατά την τελευταία νομοθετική περίοδο που έληξε το 2019, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δρομολόγησε τον Σεπτέμβριο του 2020 ένα Σύμφωνο για τη μετανάστευση και το άσυλο, η έγκριση του οποίου καθυστέρησε λόγω της αποτυχίας επίτευξης συμφωνίας μεταξύ των εθνικών κυβερνήσεων.
Αφού προσπάθησε και απέτυχε να πείσει τις κυβερνήσεις της ΕΕ να συμφωνήσουν σε ποσοστώσεις επανεγκατάστασης, ο «μηχανισμός εθελοντικής αλληλεγγύης» που πρότεινε η Γαλλία κατά τις τελευταίες εβδομάδες της εξάμηνης προεδρίας της στην ΕΕ νωρίτερα φέτος κάλεσε τις πρόθυμες χώρες της ΕΕ να υποδεχθούν αιτούντες άσυλο από τις χώρες της νότιας περιφέρειας της ένωσης. 13 χώρες της ΕΕ έδειξαν την υποστήριξή τους για να συμμετάσχουν στο σύστημα. Οι υπουργοί συμφώνησαν επίσης να παράσχουν οικονομική βοήθεια για να πραγματοποιηθούν και άλλες μετεγκαταστάσεις.
Μέχρι στιγμής έχουν συμφωνηθεί περίπου 8.000 μετεγκαταστάσεις, σύμφωνα με τον στόχο της Επιτροπής να μετεγκατασταθούν 10.000 αιτούντες άσυλο από κράτη πρώτης γραμμής, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Μάλτα, σε άλλες χώρες της ΕΕ κατά το πρώτο έτος. Εάν η δοκιμή αποδώσει, μπορεί να ανανεωθεί σε ετήσια βάση.
Ωστόσο, 16 χώρες της ΕΕ είχαν προτείνει μια πιο περιοριστική πορεία της μεταναστευτικής πολιτικής της ΕΕ. Σε κοινή δήλωση, τα κράτη της ΕΕ ζήτησαν κυρίως μια πιο ισχυρή προστασία των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ για την αποτροπή της «παράνομης μετανάστευσης» και μια πιο περιοριστική πολιτική επιστροφής.
Γενικότερα, οι περισσότερες αρμοδιότητες για τη διαχείριση των συνόρων είναι στα χέρια των κρατών μελών. Η απουσία εναρμονισμένης μεταναστευτικής πολιτικής της ΕΕ είναι ένας από τους παράγοντες που συμβάλλουν στις σημαντικές γραφειοκρατικές καθυστερήσεις στη διεκπεραίωση των αιτήσεων ασύλου.