Σαφές και ηχηρό μήνυμα έστειλε ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στον αναθεωρητισμό και τον επεκτατισμό της Τουρκίας, στο πλαίσιο εκδήλωσης για τη συμπλήρωση ενός αιώνα από τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης τόνισε χαρακτηριστικά ότι «η Μικρασιατική Καταστροφή και η ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων το 1947, όρισαν το τελικό γεωγραφικό περίγραμμα της Χώρας. Ενώ η Συνθήκη της Λωζάννης διέπει, έκτοτε, τη συνύπαρξή μας με τους γείτονες».
Στην ίδια ομιλία, ο Πρωθυπουργός της Χώρας υπογράμμισε ακόμη ότι «θα πρέπει να αντιληφθεί ωστόσο η άλλη πλευρά του Αιγαίου ότι τον σχεδόν έναν αιώνα ισχύος αυτής της Συνθήκης, θα τον διαδεχθούν πολλοί ακόμη. Έτσι απαιτούν η Ιστορία και Γεωγραφία, η νομιμότητα και η διεθνής σταθερότητα. Γι’ αυτό και την τήρησή της εγγυάται και θα εγγυάται η Ελλάδα, με την ασπίδα της διπλωματίας και των συμμαχιών της, αλλά και με το αποτρεπτικό δόρυ των Ενόπλων της Δυνάμεων. Κυρίως, όμως, με την αδιάκοπη πορεία της προς την πρόοδο».
Ακολουθεί αναλυτικά ο χαιρετισμός που απηύθυνε ο κ. Μητσοτάκης.
Τέτοιες ώρες, πριν από εκατό χρόνια, στα παράλια της Μικράς Ασίας γραφόταν η αιματηρή τελική πράξη του «Οράματος της Ιωνίας». Η Σμύρνη είχε παραδοθεί, πια, στις φλόγες και οι Χριστιανοί κάτοικοί της σφαγιάζονταν. Ενώ, όσοι κατόρθωναν να γλυτώσουν από την μανία των Τούρκων, ακολουθούσαν τον ελληνικό στρατό προς τη χερσόνησο της Ερυθραίας, προσπαθώντας να περάσουν στα νησιά μας και από εκεί στη σωτηρία. Των ζωών τους μόνο. Γιατί οι περιουσίες τους είχαν ήδη χαθεί…
Λίγο αργότερα, στη Λωζάννη, μετά το αίμα θα γραφόταν και με μελάνι το τέλος 25 αιώνων παρουσίας του Ελληνισμού στην Ιωνία, την Καππαδοκία, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη. Με την ανταλλαγή πληθυσμών, ενάμιση εκατομμύριο ψυχές πήραν, τότε, τον δρόμο της μεγάλης Εξόδου. Αλλά και την απόφαση να ριζώσουν ξανά, σε καινούργιες εστίες στην μητέρα-πατρίδα.
Ταξίδεψαν, κουβαλώντας ελάχιστα υπάρχοντα και λιγοστά πολύτιμα κειμήλια. Αυτά που βρίσκουν, σήμερα, τη θέση τους στη μοναδική έκθεση που συνδιοργανώνουν δύο μεγάλες κιβωτοί της μνήμης του ιωνικού ελληνισμού: το Μουσείο Μπενάκη και το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, με τη γενναία συμβολή άλλων 88 φορέων. Δύο ιδρύματα, που με κόπο και μεράκι κρατούν ζωντανή επί δεκαετίες την κληρονομιά των Ελλήνων των χαμένων πατρίδων. Και γι΄ αυτό αξίζουν την ευγνωμοσύνη μας.
Με μία χώρα κατάκοπη και καταχρεωμένη ύστερα από 10 χρόνια μαχών, εσωτερικά ασταθή και με ελάχιστους πόρους, να πετυχαίνει ένα αληθινό θαύμα: να μετατρέψει τον θρήνο της τραγωδίας σε πνοή δημιουργίας. Να ανιχνεύσει τα λάθη της και τις άστοχες επιλογές της. Για να σηκωθεί και πάλι στα πόδια της και να ακολουθήσει την ιστορική της τροχιά που μεταμορφώνει πάντα τις καταστροφές σε θριάμβους. Με μοχλό τη δύναμη και το πείσμα των προσφύγων, που συνέβαλαν καταλυτικά στον εκσυγχρονισμό του τόπου.
Έγραψε ο μεγάλος Μικρασιάτης Ηλίας Βενέζης, έχοντας ζήσει από πρώτο χέρι τη θηριωδία, αλλά και την αναδημιουργία: «Ο ελληνισμός της Ανατολής ορθοπόδησε δουλεύοντας τη πικρή γη. Ξεχερσώνοντας αγριόβουνα, αποξεραίνοντας βαλτότοπους, εισχωρώντας μες στον κορμό της ζωής της χώρας. Στη βιομηχανία, στη ναυτιλία, στο εμπόριο, στις Τέχνες, στα Γράμματα. Παντού, προχωρώντας στις πρώτες θέσεις. Αλλοιώνοντας τον ρυθμό της εργασίας και της παραγωγής και κινώντας την άμιλλα. Βάζοντας νέο πνεύμα, ξυπνό, στις συναλλαγές και στις σχέσεις των ανθρώπων».
Για να αποτελεί, σήμερα, ένα από τα παλαιότερα μέλη της Ευρωπαϊκής οικογένειας, πρωταγωνιστώντας μεταξύ τους. Σε μία διαδρομή όχι χωρίς λάθη, καθώς ο Εθνικός Διχασμός, που προϋπήρχε της μικρασιατικής περιπέτειας, υποτροπίασε με άλλες μορφές. Ζήσαμε, έτσι, έναν Εμφύλιο Πόλεμο και μία επτάχρονη Δικτατορία. Ενώ τον είδαμε να αναβιώνει και πριν από λίγα μόλις χρόνια με τη μορφή της δημαγωγίας, και πάλι απέναντι σε μία οικονομική κρίση που απαιτούσε εθνική συσπείρωση.
Όλα αυτά, όμως, ανήκουν στο παρελθόν. Οι επιλογές των Ελλήνων δείχνουν ότι τα ίχνη της εμπειρίας γίνονται γι’ αυτούς οδηγοί μιας καλύτερης πορείας. Πως την κάθε μεγάλη υποχώρηση μπορεί να τη διαδέχεται μια μεγαλύτερη εθνική επιτυχία. Και ότι, σήμερα, η «Μεγάλη Ιδέα» δεν συνδέεται με γεωγραφικές κτήσεις. Αλλά με την Μεγάλη Ελλάδα. Την ισχυρή και αυτοδύναμη πατρίδα του μέλλοντός μας. Αυτή που δεν λησμονεί επειδή, ακριβώς, θέλει να προχωρεί!
Κλείνω όπως λιτά κλείνει και ο Ηλίας Βενέζης το κείμενό του για το Μικρασιατικό δράμα: «Ύστερα από τόσο πάθος που ζήσαμε, κρατούμε σκεπή και παραστάτη μας ένα όραμα για τον άνθρωπο, καθαρά ελληνικό: μιαν αίσθηση της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας, που είναι ταυτόσημα με την αρετή». Επιτρέψτε μου, μάλιστα, να δανειστώ και τον τίτλο του βιβλίου όπου δημοσιεύτηκε, καθώς ταιριάζει απόλυτα με την αποψινή έκθεση: «Μικρασία, χαίρε».