Εικονοκλάστης και πατέρας – θεμελιωτής, από μόνος του, του Νέου Ρεύματος, σπάει τους κινηματογραφικούς κώδικες, τον έναν μετά τον άλλον, όχι για να δημιουργήσει το περιλάλητο «προσωπικό ύφος». Ένα τέτοιο εγχείρημα προϋποθέτει συνήθως στέρεα επιχειρήματα και στρατεύσεις ζωής, αλλά, κυρίως, για να θέσει το ερώτημα μέσα από τις ταινίες του, δημιουργώντας έτσι μια μορφή πειραματικής κινηματογραφικής γλώσσας. Παρακολουθώντας τον να μιλάει κανείς, διαπιστώνει ότι πρόκειται για έναν απρόβλεπτο και για έναν απόκοσμο, ευγενικά απόκοσμο. Δεν τον έλκουν, άλλωστε, τα ξέχειλα από ελευθεριακό πνεύμα τροτσκιστικά σχήματα, αλλά η υπόσχεση ελευθερίας που (φαίνεται να) περικλείει ο μαοισμός στα μάτια του, στις γραμμές του οποίου περνά για σημαντικό διάστημα της ζωής του.
Οι νεότεροι δεν φέρουμε τα βιώματα που φέρουν οι κάπως μεγαλύτεροι, οι οποίοι ρουφούσαν κάθε ταινία του. Και θα ήταν ψέμα να ισχυριστεί κανείς ότι έχει δει όλες τις ταινίες του, το σύνολο του έργου του
Διακρίνονται όμως ο «Τρελός Πιερό» και το έτερο μυθικό, το «Με κομμένη την ανάσα». Αυτές οι δύο ταινίες θα αρκούσαν, από μόνες του, για να δικαιολογήσουν τη θέση του στην προσωπική Ιστορία του Κινηματογράφου, που φτιάχνει κάποιος. Ξεκουράστηκε (κυριολεκτικά), πεθαίνοντας ειρηνικά, με υποβοηθούμενη αυτοκτονία σε μια μικρή πόλη έξω από την Λωζάννη, που τόσο εκτιμούσε, και με τη σύντροφό του, την Άννα – Μαρία, που τόσο αγαπούσε.